Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Κράτησε το πρόσωπο της στα χέρια του, έμπηξε το στόμα του μέσα στο δικό της, μικρές πτυχές επιθυμίας άνοιγαν τις δαγκάνες τους, το στήθος της έγινε μέλι,το μέλι άρχισε να τρέχει επάνω στα μαύρα ρόδα της άθλιας πόλης και τα έβαφε στα χρώματα του ουράνιου τόξου, ριπές σκοταδιού εξοστρακίζονταν στον Βορρά, πουλιά που ετοίμαζαν μετακινήσεις αποδημητικές άλλαξαν γνώμη καθώς το πρώτο από αυτά πέταξε αντίθετα, τα σύννεφα χαμογέλασαν σχηματίζοντας σχήματα ποικίλα (Τι είσαι, πες μου τι είσαι, από που έρχεσαι και που με πας;) Της είπε και ρούφηξε το υγρό της στόμα. (Είμαι ότι κι εσύ, δεν είμαι κάτι άλλο) (Μα δεν είσαι σαν τις άλλες) , είπε και την κόλλησε επάνω του. Την μύριζε, την κένταγε με όλη του την ουσία κι εκείνη έκανε ακριβώς το ίδιο χωρίς να την αφήνει ο ίλιγγος και οι καταφάσεις, καταφάσεις κι όχι αρνήσεις. (Δεν θέλω να σε ρωτήσω τίποτε), του είπε μέσα στο αυτί κι αυτός γέλασε. Τα μάτια τους χωρούσαν περισσότερα από όσα μπορούν να αντέξουν. Η τεράστια παγίδα του θανάτου θύμισε αυτήν του έρωτα. (Είναι δύσκολο να μου έρχονται τόσες ερωτήσεις και εγώ να τις πνίγω ηθελημένα), του είπε και τα μάτια της θάμπωσαν από δυο ρουμπίνια που ήταν δάκρυα. Τα ρούφηξε απαλά, έπειτα της φύσηξε στο πρόσωπο αόριστες υποσχέσεις, έτσι το αισθανόταν εκείνη, αν κι ήταν αντίθετη στις υποσχέσεις.. Οι ανάσες κοφτές σαν μαχαίρια. (Καίγομαι), του είπε κι άνοιξε τα πρώτα κουμπιά του φουστανιού της. Αυτός την σήκωσε ψηλά. (Βλέπεις τον ουρανό; Εδώ είμαστε Βέρα, είμαστε σε μια διασταύρωση του ουρανού, είμαστε εσύ κι εγώ σαν μια εικόνα που προβάλλεται σε μια αόρατη οθόνη και είναι η ελεγεία του έρωτα. Θα σε αφήσω να με κατασπαράξεις, εσύ; Θα με αφήσεις;) (Και βέβαια θα σε αφήσω), είπε κι ένιωσε τα χέρια του να πνίγουν τα στήθια της σαν να ήταν πουλιά που πιάστηκαν στην παγίδα. (Είμαι ευτυχισμένη), είπε. (Κι εγώ, δεν θα σου πω να μην το λέμε, είναι ηλίθιοι όσοι δεν το λένε). Ένας άστεγος βρήκε το παγκάκι του και ξάπλωσε. Ήταν νωρίς απόγευμα. Αυτός πήρε ένα χαρτί από το πακέτο με τα τσιγάρα του, κάτι έγραψε και μόλις είδε τον άστεγο να κλείνει τα μάτια του, το άφησε επάνω στο στήθος του αφού το τύλιξε με ένα χαρτονόμισμα, την τράβηξε κι άρχισαν να τρέχουν. (Τι του έγραψες;) ρώτησε και το πρόσωπο της έβγαζε λάμψεις ζωντάνιας και ομορφιάς. (Πως είμαι ευτυχισμένος, πως είμαστε ευτυχισμένοι). (Και μετά;) (Δεν υπάρχει μετά μωρό μου, υπάρχει μόνο αυτό, αυτό και μόνο κάνει την πόλη να σηκωθεί να χορέψει όπως κάποτε, θες να πα΄με κάπου να χορέψουμε ροκ εντ ρολ;) Εκείνη αντί απάντησης βούλιαξε στην αγκαλιά του. Ένας πυκνός σχηματισμός από πουλιά πέρασε πάνω από το κεφάλι τους. Η Βέρα κι ο Ιάσονας μπήκαν σε ένα από τα πιο παλιά μπαρ της πόλης. Το μπαρ αυτό είχε τζουκ μποξ. Ήταν εν ενεργεία όπως κι οι θαμώνες του. (Η Βέρα κι ο Ιάσονας στο κέντρο της πόλης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου