Ένα αηδόνι καθόταν πάντα στην τραγιάσκα σου,
ίσως αυτό σε έκανε να μου μιλάς τόσο γλυκά,
τα λόγια σου είχαν ζωή και θάνατο και μια εγκαρτέρηση για τον πόνο.
Καθώς κάρφωνες ένα καρφί στο σαμάρι, τα δάχτυλα σου έπιαναν να τρέμουν,
μα εσύ ακάθεκτος το δούλευες ως την Ηρακλειά.
Χρόνια μετά, καθώς ανέβαινα στο βιγλοχώρι, ένας άντρας με γνώρισε,
μου έδειξε ένα σαμάρι καθισμένο γλυκά, σε ένα τοιχάκι,
πρώτα άκουσα ένα αηδόνι, κι ύστερα τον άντρα,
<<αυτό το σαμάρι το έφτιαξε ο παππούς σου>>, μου είπε, κι έπνιξε μια μικρή συγκίνηση.
Στο σαμάρι είχες ζωγραφισμένο ένα λουλούδι,
ζωντάνεψε το λουλούδι κι έφτασε στα δάχτυλα μου.
Το φόρεσα σαν δαχτυλίδι και συνέχισα να ανεβαίνω τα ατέλειωτα σκαλιά .
Μα δεν μου φαινόταν πια σαν Γολγοθάς καθώς εσύ κυλούσες επάνω μου.
Σαν ευλογία ήσουν,
σαν θεός μου.
Τα μάτια σου θυμάμαι επάνω στην τραγιάσκα σου,
με αυτά προχωρώ σαν οδοιπόρος και γυρεύω μονομάχους.
Έτσι, για να τους δείξω τι βάρος κουβαλάει μια τραγιάσκα,
όπως ίσως, ένα σπαθί των Σαμουράι..
-Του παππού η μνήμη-
Υγ. αφιερωμένο στην μνήμη του παππού μου Μιχαήλ-Μελέτης Συνοδινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου