Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Κάτω από τα βλέφαρα σου αναδύονται αρχαίες πολιτείες καθώς οι στιγμές απώλειας πολλαπλασιάζονται, επιχειρείς να δώσεις ένα τέλος στις παγίδες του όχλου , ο όχλος ζητάει συνεχώς θύματα και κάνει επικρίσεις. Να ζει κανείς ή να μην ζει ,είπε εκείνος και τράβηξε την κουρτίνα. Κάτι άλλο στήνεται, βάρβαρο κι απόκοσμο, είπες και σίγησες τα όπλα. Τις ημέρες πενθείς και τις νύχτες ονειρεύεσαι . Τρείς οι πόρτες, επτά τα κλειδιά. Ξέρεις πως τα χέρια σου είναι αλέκιαστα κι η καρδιά σου καθώς μικραίνεις μεγαλώνει, μα δεν είναι αρκετό αυτό για να αντέχεις τους λεκέδες του κόσμου, τους δίχως ντροπή και δίχως έλεος. Μέσα στον όχλο πολλοί υποφέρουν γιατί πιστεύουν πως προδόθηκαν, μα αυτό δεν είναι άλλο από το ότι είναι τόσο ερωτευμένοι με το εγώ τους που όλα τα αντιλαμβάνονται ως προδοσία. Τραβάς δρόμους τρείς κι έχεις ευχές επτά. Ερημίτης μέσα στην έρημο. Με κληρονομιά από την αρχαία σκουριά μέσα στην θάλασσα. Τι θα κάνεις; Θα αποδώσεις επιστολή στην τελευταία ελπίδα; Όχι. Όσο ζήσεις θα ζήσεις με ησυχία και τον ίλιγγο κι ένα δέος να σιγοκαίει μέσα σου. Χωρίς θεατρικά έργα και ηθοποιούς. Πέρα εκεί ,καινουργιες μελέτες θα αποκαλύψουν τα ανθρώπινα. Πως ανθρώπινα δεν υπήρξαν, παρά ελάχιστα. Δεν κρατάς δάκρυα. Δεν έχεις πια. Μόνο ανεπίδωτες επιστολές. Χωρίς την υπογραφή σου. Κλείνεις την πόρτα κι έρχεσαι προς το μέρος μου. Ανατριαχιάζω καθώς βλέπω σε εσένα τον εαυτό μου 100 ετών. Πότε μεγάλωσα τόσο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου