Τρίτη 7 Αυγούστου 2018


Γύρω στις πέντε το ξημέρωμα, με επισκέφτηκε ο άγιος Μάμας, τον έβαλα να καθίσει και να πιεί ένα ρόφημα. Ήταν παιδάκι και το μικρό του σπίτι είναι ένα εκκλησάκι μέσα στον περίβολο της μεγάλης εκκλησίας της Παναγιάς. -Δεν πιστεύω στους αγίους, του είπα, ωστόσο είσαι καλοδεχούμενος. -Εδώ δεν ξέρετε πια τι να πιστέψετε, ακόμη και γι αυτό που λέτε πως δεν πιστεύετε η πίστη σας αργοσαλεύει , απάντησε σοβαρός. Δεν είχα και να πω πολλά, ένα βουνό με πλάκωνε στο στήθος. Η απουσία από τον κόσμο του κουνελιού μου με αποδυνάμωνε, ίσως εγωιστικά ,ίσως και γιατί θυμήθηκα τον θάνατο του παππου μου που συνέβη πάλι εδώ , στο νησί με το φαλακρό, άγριο τοπίο. Καθισμένο το παιδάκι -άγιος μπροστά μου κατάλαβα, ένα μέρος της αθωότητας αποχωρούσε , μάτια ανυπέρβλητα αθώα δεν θα με κοίταζαν πια, ούτε το χάδι μου θα έβρισκε αυτην την άγνωστη τρυφερότητα που πηγάζει από τα πιο λευκά σύννεφα. Δεν ήθελα να σπαράξω άλλο,ήταν επείγον να διώξω τον κόμπο από τον λαιμό που με έπνιγε και να αποχαιρετήσω. Το παιδάκι- άγιος το κατάλαβε. -Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω άλλο, μου είπε. Απλά ήρθα να χαιρετήσω ένα πλάσμα που κατοικεί πια αλλού, και να του δείξω τον δρόμο. Μείναμε λίγο μαζί κι ο κόμπος στον λαιμό δυνάμωνε, ήθελα να παραδοθώ στον ύπνο και να ανακουφιστώ. Ο άνθρωπος σκαρώνει με τον νου του ότι μπορείς να φανταστείς για να μαλακώσει τον πόνο και την οδύνη του φυσικού θάνατου. Έτσι πιάστηκα σε ένα όνειρο, πως τάχα ο μπαμπάς μου έβαζε ρεμπέτικα κι η Σαπφώ στεκόταν κάτω στα πόδια του ξαπλωμένη σαν χανουμάκι κι ο παππούς μου είχε ένα χαμόγελο πληρότητας και αρμονίας.. -Αφιερωμένο στην Σαπφώ, το κουνελάκι μου που θέλησε να ησυχάσει εδώ, στο νησί-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου