Περπατούσαμε στην Δραπετσώνα, επάνω μας ένα υπόλειμμα βροχής να σκουριάζει στα μαλλιά μας, μια ηλικιωμένη τάιζε γάτες στην γωνία, ήταν αδύνατον να τις μετρήσω με μια πρώτη ματιά.
Όταν μπήκαμε στην παλιά αγαπημένη μας ταβέρνα ο Μάρκος στα ηχεία έφερνε γύρους κι απόηχους της Σύρας,( σαν να τον βλέπω μπροστά μου), σου είπα,( ψηλός με εκείνη την τραγιάσκα και το μπαγλαμαδάκι στο χέρι, μας κοιτάζει με μια αρχοντιά που ξέφτιζε τους ψευτόμαγκες, τα κουτσαβάκια της Τρούμπας και τους μπάτσους).
(Ο Μάρκος ζει μέσα μας ), μου είπες και χτύπησες την μεριά της καρδιάς σου.
Καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι, εσύ στην δεξιά μεριά κι εγώ στην αριστερή.
Ο Μάρκος τραγουδούσε για τις μαυρομάτες, υμνούσε την γυναίκα όπως ήξεραν να κάνουν τότε οι άντρες από την θάλασσα..
Κι εμείς μεταξύ Σύρας και Δραπετσώνας αρχίσαμε να βλέπουμε έξω από τα τζάμια της ταβέρνας να πέφτει ξανά η βροχή.
Πίναμε κόκκινο κρασί, οι φλέβες μας δυνάμωναν και οι χτύποι στο στήθος δυνάμωναν..
Και τσιγάρα, τσιγάρα στο τασάκι να ανταμώνουν με εκείνα του Μάρκου..
Κάποιος από την απέναντι παρέα σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει, είχε στα μισά του στόματος του ένα τσιγάρο να κρέμεται, μπορούσα να καταλάβω το σάλιο επάνω στο λευκό χαρτάκι.
Ο άντρας αυτός από κάτι υπέφερε, τα πόδια του πατούσαν σαν λέξεις επάνω στο πάτωμα, έγραφε ΠΟΝΑΩ, ΠΟΝΑΩ, έγραφε ΑΓΑΠΑΩ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΚΡΥΣΜΑ.
Τις ακούγαμε τις λέξεις καθώς στριφογύριζε, δεν φοβόμασταν τον πόνο ποτέ εμείς οι δυο, με τον πόνο βρίσκαμε παρηγοριά στην μη αποδοχή της ξέφρενης ψεύτικης ομορφιάς που μας πασάρανε στις τηλεοράσεις και στις βιτρίνες..
Άρχισα να χτυπάω παλαμάκια, (καίνε τα μάγουλα σου), είπες και άγγιξες το γόνατο μου.
(Κι εσένα τα χέρια σου), ψιθύρισα για να μην χαλάσω την τελετή του πόνου που γινόταν χορός.
Χάιδευες το γόνατο μου και άρχισες να ανεβαίνεις προς τα επάνω..
Έξυνες με το δάχτυλο το πόδι μου και τα μάτια σου ξέρναγαν κεραυνούς.
Εγώ γινόμουν στάχτες και φωτιά.
(Πέθανε η γειτονιά των αγγέλων μωρό μου), σου είπα και σταμάτησα να χτυπάω τα χέρια μου, έπινα μανιωδώς μαζί σου, μαζί τώρα γινόμασταν οινόπνευμα.
(Τίποτε δεν πέθανε αφού ζούμε εμείς), είπες, (εμείς τους κουβαλάμε μέσα μας)..
Σε κοίταξα, τα μάτια σου μαχαίρια,
έμπαιναν μέσα μου,
μάτωνα,
πόσο πονάει ο έρωτας γαμώτο σκεφτόμουνα,
Κοίταξα ξανά αυτόν που χόρευε,
έγραφαν στο πάτωμα τα πόδια του ακόμη λέξεις..
Τις άκουγα,
ξαφνικά σε ήθελα τόσο που θα μάκραινα τον χρόνο που θα σου δινόμουν..
(Σιγά σιγά ανατέλλω), σου είπα,
με άρπαξες με το χέρι σου επάνω στο μπράτσο μου,
(εσύ ποτέ), είπες και τρόμαξα από την πίστη που είχες μέσα σε εκείνο το αντρικό βλέμμα,
ήσουν κι εσύ από την θάλασσα ...
(Δραπετσώνα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου