Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016


H Kίκο, ζούσε σε ένα σπίτι κοντά στην θάλασσα. Τα έπιπλα, τρώγονταν σιγά σιγά από το σαράκι κι ο γάτος της συχνά το έσκαγε από το ανοιτχό παράθυρο. Τα ποτρέτα των γονιών της στον τοίχο, πίσω από την κορνίζα, έμοιαζαν σαν να βγάζουν υγρασία από τα μάτια τους, ήταν παράξενα τα σημεία που ήταν νοτισμένο το χαρτί. Η Κίκο, είχε έρθει σε αυτήν την μεριά του Αιγαίου, ρίχνοντας σε έναν απλωμένο χάρτη στο πάτωμα ,ένα νόμισμα που έδειξε το σημείο αυτό. Ταξίδεψε από τους δρόμους των κερασιών για να έρθει στα στενά με τα φραγκόσυκα και τις πέτρες. Όταν δεχόταν επάνω της τα ανδρικά κορμιά μπορούσε να ξεχάσει αυτόν που της είχε μάθει να μιλάει με την γλώσσα των πουλιών. Γιατί κάθε τους άγγιγμα ήταν και μια διαφορετική νότα , έκαναν έρωτα με την καρδιά τους, τα οστά τους, το δέρμα και τα μάτια τους. Από αυτόν είχε μάθει πόσο πονάει η ηδονή. Αλλά εκείνος είχε διαλέξει κάποια άλλη για να ζήσει, που διέθετε σπίτια με κήπους ολάνθιστους και χρυσό. Η Κίκο περιφερόταν στην παραλία την Άνοιξη με τα χέρια της μπλεγμένα μπροστά της και κοιτούσε αφηρημένα τον ορίζοντα, λες και εκείνα τα περαστικά καράβια θα μπορούσαν να ξαναφέρουν κοντά της αυτόν που της έμαθε τι είναι ο πόνος η προδοσία και η απόλυτη παράδοση σε έναν άνθρωπο. Ήταν σαν να υπήρχε στους δρόμους των κερασιών αφημένο το άλλο της σώμα. Αυτός που γνωρίζει να διαβάζει τα μάτια, ξέρει πως είναι το να ζεις με το μισό σου κορμί. Η μόνη της χαρά, ήταν όταν προετοίμαζε τον εαυτό της σαν ερωμένη. Σιγά σιγά είχε μάθει τους άντρες , ετούτης της νερένιας κουκίδας με τους γλάρους, να μην τρώνε βαριά φαγητά όταν την επισκέπτονταν. Τους έλουζε απαλά και τους τραγουδούσε για να πάρει τα βάσανα τους και να τους ελαφρύνει το βάρος της ύπαρξης. Οι γυναίκες τους δεν μιλούσαν, γιατί στο βάθος ήξεραν να την φοβούνται, ήξεραν πως οι άξεστοι τρόποι των αντρών τους στο κρεβάτι είχαν αλλάξει εξαιτίας της. Οι καπετάνιοι μόλις έφταναν από τον άγριο Ατλαντικό το πρώτο που έκαναν ήταν να χυθούν στα μετάξια του κορμιού της και να χαθούν εκεί πετώντας μαζί της. Η γκέισα του νησιού, μια φορά σκαρφάλωσε σε ένα ύψωμα άγριο και βρήκε έναν χρυσαετό να φυλάει τα μωρά του, κοιτάχτηκαν για λίγο σαν να αναμετρήθηκαν, κι ενώ στην αρχή το πτηνό έδειξε άγριες διαθέσεις μόλις την άκουσε να τραγουδάει με την γλώσσα που της είχε μάθει ο αγαπημένος της έπαψε να την απειλεί και μετά από πολλές ημέρες έψαξε και την βρήκε στο σπίτι της, πετούσε από επάνω της ώσπου κατέληξε να κάθεται απαλά στον ώμο της. Πολλοί που ειδαν το θέαμα είπαν πως θα ήξερε μαγικά, μόνο οι εραστές της ήξεραν την αλήθεια. Πως αυτός που έχει πονέσει σε όλες σχεδόν τις διαβαθμίσεις του πόνου και δεν θέλει να τον γυρίσει πίσω σε κάποιον άλλον ,ξέρει να επικοινωνεί και να ημερεύει τα άγρια ένστικτα κι ας ξέρει πως έτσι εκθέτει τον εαυτό του σε μεγάλους κινδύνους. Η Κίκο έζησε πολλά χρόνια στο νησί αυτό, τις νύχτες έπινε ούζο αντί για σάκε και κοιτούσε τα καράβια που χάνονταν πίσω από τα βράχια, κοιτούσε τα αστέρια που τα κατάπινε ο ουρανός. Και ζούσε μόνο για να δίνει ηδονή και χαρά. ΚΙ ήταν γνωστό πως αν και σκορπισμένη ανάμεσα σε τόσα σώματα ήταν μια ερημίτισσα. Βαθιά ερημίτισσα... -Η γκέισα των νησιών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου