Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018


«Είχα βαρεθεί τις παλιές στερεότυπες αρμονικές διαδοχές και σκεφτόμουν ότι θα υπήρχε κάτι άλλο. Μερικές φορές μπορούσα να τ’ ακούσω στο κεφάλι μου, αλλά δεν μπορούσα να το παίξω. Λοιπόν, εκείνη τη νύχτα ανακάλυψα ότι με το να χρησιμοποιώ σαν μελωδία τα υψηλότερα διαστήματα μιας συγχορδίας και υποστηρίζοντας τα με τις κατάλληλες αρμονίες, μπορούσα επιτέλους να παίξω αυτό που άκουγα μόνο στο μυαλό μου.» Είχε πει ο Τσάρλι Πάρκερ. Αυτό μου είπες την χτεσινή νύχτα ενώ πίναμε κόκκινο κρασί σε ένα μπαρ που έπαιζε Be Bop. Ο άνθρωπος- πουλί μας υπενθύμισε πως είχαμε μπροστά μας ένα ναρκοπέδιο γεμάτο από τις ήττες μας. Έπρεπε να πληρώσουμε τις οφειλές μας. Ακούγαμε μουσική κι οι ήχοι απομονώνονταν κι έμπαιναν μέσα μας καταλαμβάνοντας διαφορετικά ζωτικά όργανα. Η σύγχρονη ντρόγκα είναι ο καπιταλισμός , μουρμούρισες αργά. Αν το έβλεπα σε ταινία θα γελούσα, αλλά τώρα μου ήταν αδύνατον. Οι κενές θέσεις εργασίας , τα νεκρά εργοστάσια, οι ηλίθιοι των εθνών κι οι απρόσωπες μητέρες εταιρείες γελούσαν κάθε μέρα σε βάρος μας. Ήθελα να ακούσω μουσική χωρίς να σκέφτομαι. Στο είπα. Σου είπα να σωπάσουμε. -Μπορούμε τότε να ακούμε θαυμάσια μουσική μόνοι μας στο σπίτι. Είπες. Τράβηξα ρουφηξιές από το τσιγάρο μου κι έμεινα να κοιτάζω τα είδωλα μας στον καθρέφτη. Χλωμά είδωλα με τονισμένα ζυγωματικά και βαμμένα με καζάλ μαύρο μάτια. Πάντα έβαφες και τα δικά σου κι ας ήσουν άντρας. Οι φιγούρες μας εξαυλώνονταν μπλεγμένες σε καπνό και πνευστά, τα σπλάχνα μας άλλαζαν δομή. Σαν να προσπαθούσαν να διώξουν τις τοξίνες που τα φορτώσαμε χρόνια τώρα. -Αρκεί να σε αγαπώ; Σε ρώτησα. - Όχι πάντα, απάντησες. Το στόμα σου ήταν βρεγμένο, έπιασες να μιλάς για τον Κορτάσαρ, την Κούβα και τον Τσε. Ένιωσα μια ατέλειωτη, μεγαλειώδη ευγνωμοσύνη. Ο τρόπος που μιλούσες για αυτά ήταν αγνός και δεν πάσχιζε να αναδείξει τίποτε, απλά περιέγραφες με λεξεις στιβαρές , γεμάτες υγεία. Η ομορφιά που τύλιξε το σώμα μου από μέσα δεν είχε νευρικότητα. Απαλά και ηδονικά σχεδόν απαλλάχτηκα από τις σκέψεις που με ακινητοποιούσαν. -Θα μπορούσα να γίνω ένα με τον ρυθμό που χτυπάει η γη τα πόδια της, σου ειπα. Με κοίταξες χαμογελώντας. Μου αρέσει που δεν έχεις κόψει τα μαλλιά σου. Που μικρές μπούκλες καταλήγουν στα δάχτυλα μου όταν τα πιάνω. Που τα μάτια σου είναι φωτιές και θυμίζουν την λάμψη των πυγολαμπίδων. Ο τρόπος που καις τα τσιγάρα σου κρατώντας τα τόσο ιδιαίτερα. Χαλαρωμένη και ξεχνώντας την αγωνία όλου του κόσμου ήπια κι άλλο κόκκινο κρασί. Σε χάιδεψα στον ώμο. Ύστερα κοίταξα στον καθρέφτη απέναντι μας. Ενώ ο Τσάρλι Πάρκερ φυσούσε μέσα μας είδα με τρόμο πως ήμουν μόνη μου. Θυμήθηκα πως πέθανες εδώ και χρόνια. Κι έγινα εκείνο το ξεχασμένο σαξόφωνο σε ένα ταξί της Αμερικής. Αυτό που φυσούσε τώρα μέσα στο κεφάλι μου... Be Bop υγ στην μνήμη του Charlie Parker Jr.,( 29 Αυγούστου 1920 - 12 Μαρτίου 1955)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου