Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014


Η κυρία Χ. περπατούσε στην πόλη, έχοντας στο κεφάλι της μια αόρατη χορωδία, κρουστά, πνευστά και κιθάρες, ταίριαζαν ανάλαφρα σε ότι έβλεπε με τα μάτια της καρδιάς της. Η καρδιά της, την βοηθούσε να γυρίζει την άθλια στάσιμη εικόνα της πόλης σε μια μικρή πτήση σε όλες τις μεριές του πλανήτη και σε όλους τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες που θα γέμιζαν με έκσταση το πνεύμα της. Η κυρία Χ. θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μετάξι, έκρυβε μέσα στους κόσμους της ενδοχώρας της αίθουσες με φως, χρώματα κι αγάπη. Η αγάπη αυτή ήταν μικρά θραύσματα ενός διαθλαστικού καθρέφτη κι ο έρωτας ήταν η βασική τροφή για την ανάπτυξη αυτού του παράξενου εσωτερικού κόσμου. Έμπαινε στο μετρό, και έβλεπε πίσω από τα μάτια των ανθρώπων, ένα χλομό φως στα μάτια του άντρα που καθόταν απέναντι της, της έδινε να καταλάβει ,πόσο πολύ βαριόταν τις ερωμένες του γιατί βασικά βαριόταν τον εαυτό του. Επίσης, αυτός ο εσωτερικός κόσμος της καρδιάς της,την βοηθούσε να ακούσει το θρόισμα των ρούχων που έπεφταν στο πάτωμα, καθώς αυτός ο άντρας αγάπησε για ώρες ,κάποτε,μια μελαχρινή γυναίκα με μελαχρινούς βοστρύχους που χάιδευαν τον λαιμό της, τα χέρια τους που ήταν ενωμένα, κι οι παλάμες έκαιγαν από την θέρμη ,καθώς έμπαινε μέσα της και διέσχιζε τις καυτές κοιλάδες, μπορούσε να ακούσει την αγωνία του καθώς αυτή η γυναίκα ήταν η μοναδική που τον έκανε να ακούει με αγωνία την αρχή και το τέλος του κόσμου, καθώς αυτή η γυναίκα του γνώριζε με τις φωνές του κορμιού της τον πραγματικό κόσμο που υπήρχε πίσω από τον τρισδιάστατο τρόπο αντίληψης του σύμπαντος. Ο άντρας αυτός, κατάλαβε για πρώτη φορά, πως μαζί της υπήρχε μια βαθιά και γλυκιά βραδύτητα στην αντίληψη και στις αισθήσεις του, εκείνη που δεν ήταν παρά μια ακόμη γυναίκα, ένας ακόμη άνθρωπος, ένα τίποτε μέσα στην ατέλειωτη ανθρωπομάζα ήταν τα πάντα. Γι αυτόν τον λόγο φοβήθηκε και την βοήθησε να δώσει ένα τέλος από μόνη της, και καθώς αυτή η γυναίκα ήξερε να φεύγει από μικρή, απομακρύνθηκε από κοντά του μια γλυκόπικρη αυγή, φορώντας το καμηλό παλτό της και καπνίζοντας ένα τσιγάρο, όταν βρέθηκε έξω στον δρόμο που μικρές νιφάδες χιονιού στροβιλίζονταν γύρω της ,παγώνοντας για λίγο τα καυτά της δάκρυα. Αυτή η γυναίκα ήταν η κυρία Χ., κι ο άντρας, ήταν καθισμένος ακριβώς απέναντι της, έχοντας αυτό το χλομό φως στα μάτια του... Δεν την αναγνώρισε γιατί είχε βάψει κόκκινα τα μαλλιά της και φορούσε μαύρα γυαλιά. Όμως την μύρισε και την κοίταξε . Τότε εκείνη σηκώθηκε και έφυγε στην επόμενη στάση. Η αόρατη χορωδία στο κεφάλι της, τώρα έπαιζε ένα ρέκβιεμ. Ένα γενναία λυπημένο ρέκβιεμ, με νότες που έμοιαζαν σαν κόρες μαυροντυμένες Καρυάτιδες... Αυτές οι Καρυάτιδες τώρα υπήρχαν στο κεφάλι του άντρα μέσα στο μετρό, καθώς η κυρία Χ, έτρεχε σαν κυνηγημένη μακριά από στο σταθμό του μετρό κι έμπαινε στον χώρο του Ζαππείου, εκείνη την στιγμή ο άντρας κατάλαβε ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Ήταν το μετάξι που κυλούσε κάποτε ανάμεσα στα χείλια και τα δάχτυλα του. Κι όμως! Αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ σαν εραστές... . Απλά ήξεραν να ακούνε αυτήν την αόρατη χορωδία της καρδιάς τους κι ήξεραν, πως τίποτε δεν υπάρχει , μόνο, σε τρεις διαστάσεις.. Και μόνο η σκέψη ΄του ενός για τον άλλον αρκούσε για να χωρέσουν σε αυτόν τον κρύο, αποξενωμένο, άνυδρο κόσμο... -Η χορωδία της καρδιάς-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου