Λευτερώστε κύριε Πασκάλ τα πουλιά,
ήμουν μέσα σε ένα βαγόνι τρένου και κοιτούσα ένα κορίτσι να κάθεται απέναντι μου, ήταν μια Κυριακή που τα σύννεφα στέκονταν βαριά πάνω από τα δέντρα, οι άνθρωποι κρατούσαν ομπρέλες, κι είχαν ανάμεσα στα φρύδια, ζάρες ,από μια αόριστη ενόχληση, το κορίτσι ήταν χλομό, μύριζε λουλούδια του Βαν Γκογκ, μου χαμογέλασε κι ενώ διασχίζαμε με μικρή ταχύτητα τους σταθμούς αρχίσαμε να μιλούμε ακατάπαυστα για πολλά διαφορετικά ζητήματα, μιλήσαμε για όλους τους παλιούς ζωγράφους, τους ποιητές και λογοτέχνες που είχαν περάσει από κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα, ή αλλιώς ίδρυμα σωφρονισμού της ψυχής, το κορίτσι το έλεγαν Αλίκη, συμφωνήσαμε πως λατρεύαμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που υπέφεραν από κατάθλιψη ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, λατρεύαμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που αγαπούσαν τα μουσεία και τα κοιμητήρια, αγαπούσαμε την μυρωδιά του κάθε ανθρώπου και όλων των χώρων, όπως σινεμά, θέατρο, σε κείνη την αχλή ατμόσφαιρα πάντα δεσπόζει ένα άρωμα, αγαπούσαμε τα αδέσποτα ζώα που περπατούν με αυτό το θλιμμένο βλέμμα πάνω σε ένα βρεγμένο πεζοδρόμιο, τότε, τότε συνέβη να μου μιλήσει για τον Τζόνι, εκείνο το άθλιο αγόρι που επειδή του είπε να χωρίσουν την εκδικήθηκε σφάζοντας τον αγαπημένο της παπαγάλο, αντιπαθούσε τον εαυτό της γιατί δεν άκουσε το πρώτο της ένστικτο σαν γνώρισε τον Τζόνι, αυτήν την αόρατη φωνή που της έλεγε πως αυτός ο τύπος έκρυβε με μαεστρία κάτω από τους καπνούς της λύπης του μια βάρβαρη ψυχή, μια ψυχή που είχε κομματιαστεί πριν, επιδέξια και με χειρουργικές λεπτομέρειες από μια σακατεμένη ψυχικά μητέρα , μια μητέρα που όριζε την ζωή και τις πράξεις του ενώ ο ευνουχισμένος Τζόνι της το επέτρεπε, μου είπε χωρίς δάκρυα στα μάτια πως δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της που δεν άκουσε αυτήν την αλάνθαστη φωνή, τότε εγώ της είπα πόσο κυνικά άδειος θα ήταν και βαρετός ετούτος ο κόσμος χωρίς <<Τζόνιδες>>, πως θα βαριόταν κι η ίδια τον εαυτό της αν το μόνο που έκανε στην ζωή της θα ήταν πράξεις χωρίς λάθη, ίσως αυτό θα ήταν κι απάνθρωπο, εξάλλου ο άνθρωπος είναι κλωστές από λάθη, συμφώνησε γλυκά κι ήρθε κοντά μου, τότε άρχισε να βρέχει κι ανοίξαμε το παράθυρο στο βαγόνι, άρχισε να μπαίνει η βροχή και να γλείφει το πρόσωπο μας, να βρέχονται σιγά σιγά τα ρούχα μας, το κορίτσι μύριζε εκείνα τα λουλούδια του Βαν Γκογκ, την χάιδεψα στα μαλλιά, τα μαλλιά της ήταν ένα ξανθοκόκκινο λούστρο από μετάξι, κόλλησα το στόμα μου στο δικό της, το στόμα της έλιωνε μαζί με την βροχή κι εκείνον τον αργόσυρτο ήχο του τρένου πάνω στις ράγες, κράτησα το χέρι της στο δικό μου, ω, πόσο λεπτό κι όμορφο ,πόσο περίτεχνα ήταν καμωμένα τα δάχτυλα, τα νύχια σαν πέταλα ανθών, τα ρούφηξα τρυφερά, την άκουσα να βογκάει μαλακά, της μίλησα πόσο γλυκιά είναι η νύχτα σε ένα καταγώγιο όπου γκέισες χορεύουν στην παλιά Σαγκάη προχωρημένα μπλουζ κάτω από ένα μπράτσο κάποιου κοιλαρά αστού που φορούσε ακριβά παπούτσια από κροκόδειλο, της είπα πως στο σπίτι στην εξοχή είχα ένα δωμάτιο με πολλούς παπαγάλους, πως αυτό το σπίτι ήταν στον τερματικό σταθμό του τρένου, τότε είπε, τότε είπε με ένα στόμα σαν ζαλισμένο από μια χαρά λύτρωσης, κύριε Πασκάλ θα λευτερώσουμε μαζί όλους τους παπαγάλους, με ρώτησε κι εγώ κοιτούσα τα δόντια της σαν μαργαριτάρια να με κοιτούν, ναι, φυσικά της είπα, αρκεί πριν να τους μάθουμε πως να επιβιώσουν μόνοι τους, δεν χρειάζεται μου είπε και ακούμπησε το πυρόξανθο κεφάλι της στον ώμο, δεν χρειάζεται αυτά ξέρουν βαθιά μέσα τους πως θα ζήσουν όσο κι αν έχει παρέμβει ο άνθρωπος επάνω τους, είναι σαν εκείνη την φωνή που σας έλεγα, αυτήν που δεν άκουσα για όσα μου έλεγε για τον Τζόνι, αυτή η φωνή που λέγεται ένστικτο, συμφώνησα σιωπηλά, τίποτε δεν ήθελα να διακόψει αυτήν την αίσθηση από το κεφάλι της στον ώμο μου, τον ήχο του τρένου, την βροχή και την μυρωδιά από την βρεγμένη γη που έμπαινε από το παράθυρο, αυτό που λεγόταν απομόνωση από τον βρόμικο κόσμο κάπου εκεί έξω, αυτό που θα νιωθαν σε λίγο όλοι οι παπαγάλοι, τι σύμπτωση θα έλεγε κανείς, να μας συνδέσει μια ιστορία με έναν νεκρό παπαγάλο, τώρα πενήντα λεύτεροι παπαγάλοι θα ζωντάνευαν τον έναν, τώρα ο Τζόνι γρήγορα θα γινόταν ένα τίποτε, καμμιά μνήμη δεν θα έφερνε ξανά στην επιφάνεια την βαρβαρότητα της εσωτερικότητας του, κι ενώ σκεφτόμουν αυτά η Αλίκη έβαλε το μικρό της χέρι μέσα στην τσέπη του σακακιού μου κι εγώ γινόμουν ένας άντρας χωρίς μελωδικές ονειροπολήσεις, απλά ήμουν κομμάτια ευτυχίας απλωμένα μέσα κι έξω από το τρένο...
-Η Αλίκη, το πυρόξανθο κορίτσι μέσα στο τρένο-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου