Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014
Κάποτε, υπήρχε μια παράγκα ,ακουμπισμένη δίπλα στις άλλες, φτιαγμένη από ντενεκέδες, τα σκυλιά κι οι γάτες, είχαν περίπου υιοθετήσει την συμπεριφορά των ανθρώπων και κυκλοφορούσαν άτακτα και λεύτερα, η βρομιά κι η λάσπη δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν τελείως κι όταν έβρεχε από το ανύπαρκτο σκαλάκι μπροστά στην πόρτα έμπαιναν μέσα στο ρημαδιασμένο σπίτι.
Η παραγκούπολη ,είχε γύρω της ένα τοίχος ώστε να φυλάσσεται η αστική τάξη από την βρομιά και τις αρρώστιες, που πολλές φορές, έριχναν κάτω τους χλομιασμένους κάτοικους , είχαν μάθει τα παιδιά από νωρίς, πως όλος ο κόσμος τους, ήταν εκεί, σε εκείνη την άθλια παραγκούπολη, τα όνειρα τους περιορίζονταν στο γέμισμα του φεγγαριού, στο κλότσημα μιας κονσέρβας και στο κουβεντολόι τους τις νύχτες κάτω από τα άστρα που έλαμπαν με μια ευεργετική όρεξη στις καρδιές τους..
Μια ηλιόλουστη ημέρα, έξω από την παραγκούπολη ακούστηκαν τα τανκς, ριπές από σφαίρες εκσφεδονίζονταν στον αέρα κι η ατμόσφαιρα άρχισε να μυρίζει επικίνδυνα.
Ο Χ. , ένας νέος που το αίμα του κόχλαζε και έμοιαζε στα μάτια των παιδιών σαν λιοντάρι, λόγω της σωματικής του δύναμης, ανέβηκε προσεκτικά το τοίχος και είδε τους μαυροντυμένους νέους με τον αγκυλωτό σταυρό στο μπράτσο να πετάνε χαρτιά με συνθήματα, να καίνε τα πάντα στο πέρασμα τους και να ρίχνουν σφαίρες στον αέρα.
Είχε ακούσει γι αυτούς, πέρα από την παραγκούπολη και κατάλαβε πως μια μαύρη ημέρα ξημέρωσε και τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο.
Οι φωνές κι οι σφαίρες σταμάτησαν απότομα και μια βαριά μελαγχολία σκέπασε τις παράγκες καθώς ο Χ. τους εξηγούσε τι σημαίνει φασισμός, ο Χ. κάποτε είχε βρει στην χωματερή ένα μικρό ραδιόφωνο, έτσι, πολλές ήταν οι φορές που άκουγε τι γίνεται πίσω από το τοίχος, ήξερε πως η αστική τάξη ήταν πολιτισμός και πρόοδος κι αυτοί που έμεναν στις παράγκες κάποτε θα θανατώνονταν από αυτήν για να μην παραγκωνίσουν την πρόοδο και την εικόνα της πόλης, ήξερε από καιρό πως το τοίχος θα έπεφτε και όλοι θα ισοπεδώνονταν.
Τα παιδιά κατάλαβαν τα πάντα και μεγάλωσαν απότομα, οι μητέρες λούφαξαν ενώ μοιρολογούσαν από μέσα τους κι οι άντρες ετοιμάστηκαν ψυχικά για την παράδοση τους στον θάνατο. Ακόμη και τα ζώα σταμάτησαν να τσακώνονται και ξάπλωναν τις κοιλιές τους στον ήλιο ή γύρευαν απεγνωσμένα χάδια...
Κι ενώ από την επόμενη μέρα συμφώνησαν να ζουν σαν να είναι η τελευταία, εξαιτίας της παραδοχής ακριβώς αυτής, πως κάθε ημέρα μπορεί να είναι η τελευταία, οι αισθήσεις τους κι η αντίληψη τους για την ζωή πλάτυνε απότομα, οι μικρές χαρές της ζωής τους γίνονταν μεγάλες και κάθε γραμμάριο αέρα χύνονταν στα πνευμόνια τους με ευγνωμοσύνη.
Έγιναν μεταξύ τους μια σφιχτή γροθιά και τίποτε δεν μπορούσε να τους πάρει αυτήν την πρωτόγνωρη δύναμη κι αυτήν την ατέλειωτη ευγνωμοσύνη που ζούσαν ακόμη κι ήταν όλοι μαζί.
Στο μεταξύ καθώς η καρδιά τους ανέβηκε το κορμί υπάκουσε στο γάργαρο νερό της χαράς κι οι αρρώστιες σταμάτησαν ξαφνικά..
Ένα μεσημέρι, άνοιξε ο ουρανός, η βροχή έπεφτε σαν ποτάμια από τον ουρανό,το χώμα που και που υποχωρούσε κάτω από την υποτιθέμενη πλατεία, όπου μαζεύονταν μικροί μεγάλοι τα ήσυχα απογεύματα,και δυο παράγκες άρχιζαν να ξεφλουδίζουν κάτω από την εμπρόσθια όψη τους, οι σκεπές από ντενεκέδες τραγουδούσαν δαιμονισμένα και πρώτα τα παιδιά έκπληκτα, είδαν την αρχαία τοιχογραφία, στην αρχή έμειναν έκπληκτα αλλά περισσότερο ένιωσαν την αξία παρά ήξεραν αυτής της τοιχογραφίας, ένιωσαν πως αιώνες πριν είχαν φτιαχτεί τούτα τα σχέδια με τα φανταστικά χρώματα από ανθρώπινα χέρια, ένιωσαν με τους παλμούς της καρδιάς τους πως τέτοιες τοιχογραφίες βοηθούσαν να φαντάζεται κανείς πως είναι να ζει λεύτερος και πως είναι να εξυμνεί με αγάπη την ομορφιά της ζωής και την ομορφιά που κρύβει κάθε μυαλό και ψυχή στον άσχημο μοιρασμένο σε στρατόπεδα κόσμο..
Φώναξαν τον Χ., που σαν έφτασε μπροστά στην αποκάλυψη των τοίχων, γονάτισε κι έπιασε το κεφάλι του ενώ άρχισε να κλαίει, ήξερε βαθιά μέσα του πως δεν ήταν τυχαία αυτή η ανακάλυψη μα κι ούτε η στιγμή που βρέθηκε μπροστά τους, σε αυτό το άθλιο μέρος, μια φωνή από τον αρχαίο κόσμο, έκλαψε και φώναξε δίνοντας οδηγίες πως θα έβαζαν προστατευτικά νάυλον επάνω στους τοίχους κι όταν αυτό έγινε η βροχή έπαψε κι ένας ήλιος έσκασε σαν πυροτέχνημα επάνω τους..
Τα παιδιά, από εκείνη την ημέρα μαζί με τα σκυλιά και τις γάτες προστάτευαν εκείνους τους τοίχους ενώ οι κάτοικοι εκείνων των παραγκών έμειναν μαζί με άλλους..
Ένα γλυκό μεσημέρι, που μια καθαρή ατμόσφαιρα τους άφηνε να ακούνε και να βλέπουν με την φαντασία τους τι γίνεται πίσω από εκείνο το τοίχος, πρώτος ο Χ. άκουσε φωνές και τα τανκς να σέρνουν τα απειλητικά τους δόντια στον δρόμο και κατάλαβε πως ήταν πολύ κοντά...κατάλαβε πως ήταν πίσω ακριβώς από την μεριά που χώριζε αυτόν τον κόσμο στα δυο.
ΠΡιν προλάβουν να ακούσουν όλοι τους τριγμούς των τανκς και την πρόσκρουση επάνω στον τοίχο της παραγκούπολης, όλοι μαζί στάθηκαν τρέχοντας μπροστά στην τοιχογραφία, έπιασαν κλαίγοντας ο ένας το χέρι του άλλου κι άρχισαν να τραγουδάνε τραγούδια που είχαν φτιάξει για έναν άλλο κόσμο..
Σφιχτά σαν πέτρες τα σώματα ενωμένα και μια καρδιά που έφτανε το πλάτωμα του ουρανού.
Παιδιά, μεσήλικοι, ξεδοντιασμένοι γέροι και γριές μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία που ταίριαζε με την ζωή που ήθελαν να ζήσουν, την ζωή που ήθελαν να δώσουν σαν παράδειγμα στους άλλους, την ζωή που έπρεπε να σώσουν για να την δουν οι επόμενοι.
Οι μαυροντυμένοι νέοι με κόκκινα μάτια σαν των εκπαιδευμένων σκύλων τους που τους άφησαν από τις αλυσίδες κι έπεσαν επάνω στους άμοιρους σκίζοντας σάρκες, οι σκύλοι της παραγκούπολης που έπεφταν επάνω στα εχθρικά σκυλιά προσπαθώντας να σώσουν κάποιον από τους αγαπημένους τους κι έπεφταν κάτω αφήνοντας την τελευταία τους πνοή, οι αγκυλωτοί σταυροί στα μπράτσα που γρήγορα εντόπισαν την τοιχογραφία, τα όπλα τους που άρχισαν να βροντάνε αίμα και θάνατο και αίμα, τα τανκς που έριξαν το τοίχος κι οι άμοιροι που έπεφταν τραγουδώντας μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία με ένα χαμόγελο στα χείλη που έκανε τους φασίστες να χτυπούν ακόμη πιο λυσσασμένα.
Και το τραγούδι τους πια σταματούσε πια καθώς μια κόκκινη γραμμή πτωμάτων σχηματίστηκε μπροστά σε εκείνη την μικρή ζωγραφιστή με λαμπερά κάποτε χρώματα τοιχογραφία.
Ο Χ, ξαφνικά, παραμερίζοντας με τα πόδια του τα πτώματα,στάθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φασιστών που ήταν ποτισμένα μέσα στο μίσος, είδε αυτό το μίσος και κατάλαβε πολλά που πριν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν τους είχε δει από κοντά ποτέ, κατάλαβε όλα αυτά που λαθραία ψιθύριζαν μέσα στο μικρό εκείνο ραδιόφωνο και σήκωσε την γροθιά του στον ουρανό με μάτια που τίναζαν κεραυνούς δεξιά κι αριστερά του, <<Καταργείστε τους σκλάβους, κάτω ο φασισμός>>, φώναξε ενώ μια σφαίρα περνούσε τον λαιμό του και το αίμα του άφησε το στίγμα της σε εκείνη την τοιχογραφία..
Ήταν εκατό, σώθηκε μόνο ένας, ήταν ένα αγόρι 8 χρονών που ξέφυγε κάτω από τα μάτια των Χιτλερικών θηρίων, βρέθηκε και περπάτησε έξω από το τοίχος και μεγαλώνοντας , παλεύοντας με δόντια και σπλάχνα μέσα στην ζωή για να επιβιώσει, κατάλαβε πολλά.
Αυτά είπε αργότερα στην κόρη του.
<<Ο πόλεμος παιδί μου, των ανθρώπων, γίνεται από την θεοποίηση της μόρφωσης, την μάχη των θρησκειών και την μάχη των αγορών, ποτέ μην γίνεις μέρος τους εσύ, εσύ να είσαι ο εαυτός σου κι άσε τους άλλους να είναι ο δικός τους εαυτός>>..
Κι η κοπέλα έζησε φωνάζοντας
<<ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ>>
ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ
υγ το δικό μου παραμύθι για τον ΦΑΣΙΣΜΟ και την παραγκούπολη.....
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου