Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015


-Οι αλήτες του Ντάρμα, η αλήτισσα της Αμοργού και το μεθυσμένο σαν μωρού χαμόγελο του πατέρα μου- Ο Σεπτέμβρης ήρθε γλυκά, είπα να τον καλωσορίσω στην άλλη παραλία όπου είναι προσβάσιμη με την βάρκα ή με τα πόδια. Είναι μια γλώσσα θάλασσας χυμένη επάνω στην άμμο και με πολλά πολλά χαμηλά δέντρα όπου η σκιά τους είναι ευλογία, από κάτω τους ξαπλωμένοι δεκάδες Ιταλοί και Γάλλοι με λίγους Έλληνες κρύβονταν από έναν ήλιο που επιτέλους δεν καίει τόσο πια. Ξάπλωσα επάνω στο μπλε μου μαντήλι κι άρχισα να διαβάζω τις ορειβατικές περιπέτειες του Κέρουακ, ο ορίζοντας καθαρός και το κύμα ελάχιστο. Ο Τζακ μιλούσε για πεταλούδες και Βούδες και αλήτες του Ντάρμα, κι εγώ νοερά ενώ ήμουν στην Αμοργό ήμουν κι εκεί, μέσα στο έργο του Τζακ, κι εγώ εντελώς ξαφνικά, κι ενώ είχα ανέβει και κατέβει το μονοπάτι το φιδογυριστό που έσκιζε το βουνό για να έρθω σε αυτήν την παραλία φίλε, εντελώς ξαφνικά, είδα κι εγώ μια πεταλούδα που πετούσε γύρω μου, πρόσεξα πως υπήρχε μια ησυχία με θυμάρι, φασκόμηλο, δεντρολίβανο, θάλασσα, γλάρους, ήλιο και μια ατμόσφαιρα που δεν χαλούσε την μαγεία της ένας μασερ με ένα μικρό κότσο κάτω από τα αρμυρίκια , είχε φέρει ένα σπαστό ειδικό κρεβάτι κι έκανε Θιβετιανό μασαζ στους λουόμενους, κι εγώ φ'ιλε τότε κατάλαβα πόσο ανάξιος είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί να ενσυναισθανθεί όλα αυτά. Την φύση που διάχυτα χαρίζει τον έρωτα της σε ε΄μας, κάτι απολίτιστους γελοίους τυπάκους που νομίζουν πως έχουν ερωτευτεί , πως έχουν γίνει κομμάτια όπως όλα εκείνα τα χαμομήλια και τα φασκόμηλα και τα πουρνάρια κι η ρίγανη φίλε, που ενώ τα πατάμε το μόνο που κάνουν είναι να διαλύονται σε μυρωδιά, σε κάτι γελοίους τυπάκους και τύπισσες που κατά την εγκατάλειψη από το <<αντικείμενο>> του πόθου έβγαλαν δηλητήρια και μίσος και κατασπάραξαν με ανοιχτές κοιλιές το συκώτι των αγαπημένων υποτίθεται, ω, πόσο μάταιη και τυφλή η ύπαρξη του ανθρώπου φίλε. Κι έγινα μια αλήτισσα του Νταρμα και της Αμοργού κι άφησα τα πράγματα μου κι έπιασα να ανεβαίνω και να κατεβαίνω ξανά το μονοπάτι, και πότε πότε, έιιι φίλε, άρχισα να τ ανεβαίνω στο βουνό από επάνω, κι η ρίγανη μυριζε, κι έτρεχα κι οι αλήτες του Ντάρμα δεν γαμούσαν τίποτε παρά χάιδευαν το βουνό μαζί μου με ευγνωμοσύνη, , κι έτρεχα, και άνοιγα τα χέρια μου σαν αετός, ε, τι νομίζεις, κι ΄'ακουσα όλες τις κότες να τσακώνονται και τον κόκορα να φωνάζει, και χάιδεψα έναν γάιδαρο, και γέμισε το χέρι μου χώμα, είχε φαίνεται κυλιστεί πριν, και πόσο όμορφη αίσθηση αυτή της ελευθερίας φίλε, και φώναζα χόιιιιιιιιιιιιι Ποπη, Χέιιιιιιιιιιιιι Πόπη, ξέχνα τα όλα, κι άνοιξε το μάτι μου κι η καρδιά μου και ήρθε φως στο μυαλό μου, και το δέρμα μου ηρέμησε φίλε, το στομάχι σταμάτησε να πονάει, χόιιιιιιιιιι Πόπη, δεν έχεις ηλικία, έεειιι Πόπη, κοίτα τον αετό, γίνε μέρος όλου αυτού που ζεις τώρα κι έγινα φίλε, κι ηρέμησε το είναι μου, και σταμάτησε να με νοιάζει η ασχήμια γιατί δεν υπήρχε, όοοιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι Πόπη, άσε τους άλλους να νομίζουν αυτό που νομίζουν, εσύ δες ξανά τον εαυτο σου, δες αυτό που σου λεει, τι ζητάει από εσένα, θέλεις ένα όστρακο ή θέλεις να αφήσεις τα μαλακά σου μόρια λεύτερα, ναι, θέλεις αυτήν την ελευθερία που ζητούν οι αλήτες του Ντάρμα, και πήγα στην παραλία γεμάτη και γέλαγα σαν να είχα κυλιστεί με όλα τα ζωντανά ττου νησιού στην γη, ευγνώμων και γεμάτη ενέργεια, μια ενέτγεια που έλαμπε, και μετά πήρα την Χ. κι ήρθαμε σπίτι, ενώ σιγά σιγά χαμήλωνε ο ήλιος γλείφοντας το βουνό και βάλαμε μουσική του Γούντυ Άλλεν, και έειιιιιιιιιιιιι φίλε πιάσαμε να χορεύουμε και το σπίτι γέλαγε, γέλαγε, κι εμεις χορεύαμε, χορεύαμε σαν παιδιά πάλι, και καθώς έκανα έναν κύκλο στο πάτωμα σκέφτηκα τον πατέρα μου ο οποίος είναι σε ένα κάδρο ακριβώς απέναντι μου, και τότε σκέφτηκα πως αυτό το βουνό κάποια στιγμή μου χαμογέλασε, σαν μεθυσμένο, σαν μωρό, σαν το γέλιο του πατέρα μου, και τότε έκλαψα λίγο φίλε, έκλαψα και γέλαγα, ω Γη, πόσο γλυκά ήρθε ο Σεπτέμβρης, και πόσο κάθε πόνος παίρνει τον δρόμο για το τέλος του όταν θέλει αυτός που τον κουβαλάει, και πόσο ασυγκράτητα είμαι ευτυχισμένη με το τίποτε που ξαφνικά γίνεται το όλον, από αύριο, στις μέρες μου εδώ, θα είμαι μια αλήτισσα του Ντάρμα και της Αμοργού και θα βλέπω το χαμόγελο του πατέρα μου σαν μεθυσμένου και σαν μωρού επάνω στα βουνά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου