Είναι καιρός τώρα που φεύγω, διακριτικά και με αρκετές παύσεις στα ενδιάμεσα διαστήματα του πίσω μπρος,
νοσταλγία ,για αυτούς που τους άκουγα να καίνε αντί για καρβουνάκια σε αόρατα θυμιατήρια, λέξεις,
νοσταλγία για αυτούς που κάθονταν μπροστά σε μια μπάρα κι έπεφταν πίσω μεθυσμένοι, όχι από το αλκοόλ, αλλά από την δύναμη της έκθεσης σε μάτια αδιάκριτα, από την δύναμη της αμπογιάτιστης ελευθερίας , μπαγάσας κι άσπλαχνης.
Είναι καιρός τώρα που καταλαβαίνω, πόσο εξόριστη νοιώθω, όταν όλα αυτά εκεί πίσω, έγιναν μόδα από επιτήδειους, σαν χάδια μιας πόρνης σε πελάτη ανιστόρητο στα χάδια.
Να,
μπροστά μου ο χάρτης των λαθών, των γεωγραφικά αγεωγράφητων στα ανθρώπινα .
Μπλέκομαι με τους Σύριους πρόσφυγες για να μπλέξω το δίκιο μου που το έκαναν άδικο κι ας ξέρω πόσο λίγη είμαι μπροστά στον ξεριζωμό.
Γιατί δεν υπάρχουν οι λέξεις να με κινήσουν στην έκρηξη και το αίμα είναι παγωμένο.
Μια λύπη του Κορτάσαρ, μπλέκεται στην καρδιά μου με ένα τρομπόνι,
μια λύπη του χτες, με εκτοπίζει από το σήμερα.
Περπατώ σαν εξόριστη και σαν ξένη ,στα λημέρια των λύκων και των ξεχειλωμένων από το σάλιο γραφιάδων, περπατώ έξω από τα σύγχρονα σφαγεία των <<θεσμών>>,
κλαίουσα και ντροπιασμένη,
κι όταν κάποιος γράφει ένα ποίημα και πιστεύει πως εκείνο το χαμίνι στις γραμμές του τρένου θα σωθεί, ή , από μια δημοσιευμενη εικόνα του σε ένα έντυπο <,ψαγμένο>>, τότε πιό πολύ κλαίω, από μια σιωπή σε υποβολή..
Σιωπηλά ψάχνω στα σύννεφα κάτι που να με φέρνει πίσω,
αλλά στέκεται αδύνατον,
αδύνατον μου φαίνεται και να σωπάσω και να μην φωνάξω την δειλία μου.
Μια μέρα να έρθει και να τα γυρίσω όλα τούμπα και να τα κάψω.
Θλίβομαι και συνθλίβομαι παρακολουθώντας σαν μαστουρωμένη,
από μια πικρή αλήθεια,
όταν οι τράπεζες πάψουν, τότε οι άνθρωποι θα γίνουν αίμα στους δρόμους.
Ως τότε, σαν εξόριστη σκιά θα βλέπω την κουλτούρα της ζωής να γίνεται μόδα -καμιά κουλτούρα δεν κατέχει, όποιος δεν περπάτησε σε πεζοδρόμια-..
Ώσπου το ψεύτικο να γεμίσει τρύπες και να σκάσει σαν μπαλόνι,
ώσπου η ελευθερία δεν θα εξαρτάται από κράτη, πατέρες, μητέρες, συζύγους, πληρωμένη μόρφωση ανεπίδεκτη μαθήσεως,
ως τότε θα περιμένω, να ανθίσει ένα νυχτολούλουδο μέσα σε γραφεία ανήλιαγα,
κι ανθρώπους που φορούν μάσκες ενός παράλογου θιάσου να πέσουν..
Κι ακούς; πάλι βρέχει..
-Η οργή της θλίψης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου