Οι μυρουδιες στο δωματιο
επνιγαν τοσες σκεψεις, πνιγμενα βαζα,
ανασφαλεια σε εκωφαντικο ρυθμο, γυρευε να ριξει τα πεπλα της κυριαρχιας τους.
Δεν ελεγαν τιποτα, αυτο ηταν μια παγωμενη επιφανεια στον τοιχο,
ηταν μια προφαση να αποσυρθουν στη μοναξια τους, πισω, απο κει που ξεκινησαν, πιο πισω,
η αρετη της διαστροφης τους δεν επετρεπε να ξηλωσουν το προπετασμα.
Ρουφουσαν τα ματια το ενα το αλλο ωστοσο, μυριζαν την αιτια της συναντησης.
Γεννετησια ηταν τα αιτια, η σπηλια της ελξης παχνιζε την υγρασια, ματωνε ο ποθος,
σπιθιζαν τα οργανα και φωναζαν να βγουν απο τα σωματα, να χορεψουν μονα στη βροχη.
Η διαστροφη κροταλιζε ομως,πιο δυνατη, ο εγωισμος απλωνε τα φιλτρα,
κανεις και τιποτα δεν γυριζε στην μυηση, την αρχεγονη, την μυστικη..
Βουβη η βροχη εξω, λυπηθηκε κι αυτη και ξαφνιαστηκε,
πηρε ενα ρυθμο να γλυκανει την εικονα,
να σκορπισει τα αρωματα, να τα μοιρασει να μην ειναι εντονα κι ενοχλουν,
τα πλασματα απαλυναν αλλα κρατουσαν ακομη την αποσταση,
εμποδιζε βλεπεις που ολα με το φως της σεληνης βλεπαν,
η σεληνη εχει μαγικο φως, μα δεν τα φωτιζει ολα.
Εκεινη φορουσε ενα φορεμα στο χρωμα κατακαθι του κρασιου,
αυτος το ιδιο χρωμα ενα φουλαρι στο λαιμο.
Περασαν οι στιγμες,αυτος εφυγε, εκεινη αρχισε να στροβιλιζεται σε χρυσοσκονη,
το σωμα της ελαμπε απο οργη κι εκεινος ελαμπε απο πονο.......
ανασφαλεια σε εκωφαντικο ρυθμο, γυρευε να ριξει τα πεπλα της κυριαρχιας τους.
Δεν ελεγαν τιποτα, αυτο ηταν μια παγωμενη επιφανεια στον τοιχο,
ηταν μια προφαση να αποσυρθουν στη μοναξια τους, πισω, απο κει που ξεκινησαν, πιο πισω,
η αρετη της διαστροφης τους δεν επετρεπε να ξηλωσουν το προπετασμα.
Ρουφουσαν τα ματια το ενα το αλλο ωστοσο, μυριζαν την αιτια της συναντησης.
Γεννετησια ηταν τα αιτια, η σπηλια της ελξης παχνιζε την υγρασια, ματωνε ο ποθος,
σπιθιζαν τα οργανα και φωναζαν να βγουν απο τα σωματα, να χορεψουν μονα στη βροχη.
Η διαστροφη κροταλιζε ομως,πιο δυνατη, ο εγωισμος απλωνε τα φιλτρα,
κανεις και τιποτα δεν γυριζε στην μυηση, την αρχεγονη, την μυστικη..
Βουβη η βροχη εξω, λυπηθηκε κι αυτη και ξαφνιαστηκε,
πηρε ενα ρυθμο να γλυκανει την εικονα,
να σκορπισει τα αρωματα, να τα μοιρασει να μην ειναι εντονα κι ενοχλουν,
τα πλασματα απαλυναν αλλα κρατουσαν ακομη την αποσταση,
εμποδιζε βλεπεις που ολα με το φως της σεληνης βλεπαν,
η σεληνη εχει μαγικο φως, μα δεν τα φωτιζει ολα.
Εκεινη φορουσε ενα φορεμα στο χρωμα κατακαθι του κρασιου,
αυτος το ιδιο χρωμα ενα φουλαρι στο λαιμο.
Περασαν οι στιγμες,αυτος εφυγε, εκεινη αρχισε να στροβιλιζεται σε χρυσοσκονη,
το σωμα της ελαμπε απο οργη κι εκεινος ελαμπε απο πονο.......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου