Το δωματιο γεμιζε χρωματα
οταν την εβρισκε κι ενωνοταν μαζι της, τα σωματα φιδια που εψαχναν τον θεο και
για λιγο τον έβρισκαν,
οταν εφευγε εκεινη για την αλλη πολη το σωμα του πονουσε.
Χρειαζοταν την φωνη της για να μιλαει, το σωμα της για να κινειται, τις ιδεες της για να φανταζεται.
Εκεινη δεν εδειχνε τοση εξαρτηση, του ΄δινε το παθος της σε ολες τις αρχεγονες κλιμακες των ανθρωπων,
κοιταγε τα ματια του κι εστηνε μαγικους χορους στις αισθησεις της, αλλαζε τα παιχνιδια της ελξης σε χιλια προσωπα, καθε φορα κι ενα αλλο.
Ηξερε πως καποτε θα τελειωνε, ετσι γινοταν, ετσι λεγαν ολοι, απλα περιμενε και ρουφουσε την μαγεια.
Μια μερα που εκεινη παλι εφυγε για την αλλη πολη, εκεινος αρρωστησε, καταλαβε πως αυτο το πραγμα
ηταν πια εξαρτηση, ηταν εμμονη, ηταν κατι που δεν τον αφηνε να αναπνευσει ελευθερα, εκεινος που ηταν
δυνατος τωρα περιμενε να την δει για να σταθει στα ποδια του, αυτος ο ενας, ο αγριος,ο μοναδικος.
Οπου το λεγε τον συμβουλευαν να χαλαρωσει, να νοιωθει ελευθερος και να αφεθει.
Να αφεθω; και που να παω, αναρωτιοταν, δεν εχει τελος η επιμονη της σκεψης μου, δεν σταματαω να την σκεφτομαι. Αν καποιος αλλος την γητεψει, αν αλλος την κανει δικια του;
οχι, οχι, τρελαινοταν στις μαυρες σκεψεις που σαν ορνια τον εσκιζαν καθε μερα.
Αποφασισε να της μιλησει, περιεγραψε με χρωματα την ζωη μαζι της, θα χε την αγκαλια του μαξιλαρι στον υπνο της, θα ΄ταν τα χερια του η ζεστασια της, η αγαπη του ασπιδα της..
Ασπιδα; αναρωτηθηκε εκεινη, αυτην την φτιαχνουμε μονοι μας ετσι κι αλλοιως. Μονοι μας γεννιομαστε, μονοι μας πεθαινουμε. Την δικη του ασπιδα ο καθενας την φτιαχνει με τις πραξεις του, αυτες ανακατευονται με τις πραξεις των αλλων και αυτο που μενει το κανεις εσυ ο,τι θες, το μπολιαζεις και βγαινει αυτο που θες να κρατησεις, αυτο που ειναι η δυναμη σου στο περασμα του χρονου, αυτο που υπερασπιζεται τον αερα γυρω σου,.. Πως θα σαι εσυ η ασπιδα μου; δεν γινεται..
Θα μεινεις μαζι μου, της ειπε. Και την τραβηξε πανω του.
Πηγε εκεινη να αφεθει στη στιγμη και να γινει μια εικονα απο παθος αλλα εκανε πισω.
Ασε με να μαι ελευθερη, να ανταμωνουμε αβιαστα κι αθωα, αν μεινουμε μαζι θα χαθει το αθωο, θα γινει συνηθεια, η μυρωδια μας δεν θα μενει στην ατμοσφαιρα γυρω μας γιατι θα χει κολησει στα σεντονια,
τα φιλια μας θα περιμενουν ενα γνωστο δρομο και δεν θα ψαχνουν με μανια να ανταμωσουν.
Εκεινος το αποφασισε μεσα του, το ξερε απο καιρο.Την επεισε να κοιμηθουν μαζι κι οταν εκεινη χαθηκε στα συννεφενια ονειρα, σηκωθηκε κι εψαξε με γρηγορες κινησεις μες το παλιο μπαουλο..
Βρηκε το παλιο κιτρινο πια χαρτι, πηρε μια ανασα κι αρχισε να λεει τα λογια της ληθης.
Λογια της μεταμορφωσης, λογια μυστικα θεοσκοτεινα, λογια που απο την αβυσο ξεθαφτηκαν.
Ηρθε απο πανω της, τα λεγε κι η καρδια του χτυπαγε σαν του αλογου που δεν τιθασευεται, σιγα σιγα ειδε την μεταμορφωση, εγινε μικρουλα, πολυ μικρουλα. Οταν εκεινος ηθελε θα γινοταν κανονικη γυναικα,
μεχρι τοτε θα ταν μια μικρουλα που θα χωραγε στην παλαμη, εκεινος θα οριζε το μεγεθος, αναλογα με τις στιγμες και τις επιθυμιες.
Μια τοσοδουλα που αν εφευγε μακρια, κινδυνευε να πατηθει απο περαστικου το ποδι, ή αν σκαρφαλωνε δεν θα μπορουσε πολυ μακρια να παει.
Την τυλιξε σε ενα μαντηλι και τη χαζευε ωρα πολυ, μαγεμενος, η ανασα σηκωνε το στηθος της και τα μαλλια της απλωμενα σε μια χρυση βενταλια χρωματιζαν την απελπισια του και την ημερευαν..
Την ακουμπησε με προσοχη στο κομοδινο, διπλα και κοιμηθηκε γαληνια κι αχορταγα.
Το ξημερωμα την βρηκε να φωναζει κι η μικρη φωνουλα δεν ακουγοταν, ξεπνοα ακουγοταν ενας ψιθυρος, μονο τα πουλια ακουγαν τον μικρο θρηνο, μονο μια πεταλουδα που αλλαξε πορεια εξω, στο παραθυρο, φοβισμενη απο το μοιρολοι της απογνωσης.
Κοιτουσε τα αντικειμενα, τεραστια μπροστα της, ο κοσμος μια απειλη που μονο φοβο ειχε..
Επειτα εκεινος ξυπνησε, την πηρε στην παλαμη κι εκεινη το καταλαβε, ενοιωσε πως εκεινος αυτο το ειχε κανει... δακρυα στολιζαν την μικρη, διαφανη επιδερμιδα, το μικρουλι στομα ψελιζε τωρα και δεν φωναζε ενα γιατι...
Εκεινος δεν καταλαβαινε, ειπε τα λογια κι αμεσως την εκανε γυναικα. Επιασε να την χαιδευει, εψαχνε να βρει το κλειδι για να την ξανανοιξει, δικη του να την κανει, να αφησει μεσα της πνοη, πνοη απο την δικη του.
Στην αρχη ηταν δυσκολο, αλλα εκεινη αφησε τις αντιστασεις , τον αγαπουσε βλεπεις τοσο πολυ, που δεν μπορουσε η ψυχη να μην βγει απο το σωμα της και να μην τον ανταμωσει..
Αυτο γινοταν για καιρο, αρχισε να μην βγαζει ομως πια τα μεγαλα της τα μυστικα, αυτα που ειχε σαν γυναικα, τοτε που τον ξελογιαζε σαν μαγισσα και σαν του ουρανου μητερα. Αρχισαν να μην ταξιδευουν ο ενας μες τον αλλο, αρχισε ο ερωτας να γινεται πηγαδι, πηγαδι μυστικων, πηγαδι παραπονων...
Κι εκεινος το καταλαβε, μεγαλο λαθος ειχε κανει και τωρα πια τα παλια φιλια ,πληγες γινηκαν που ματωναν ολοενα..
Η γυναικα ανακαλυψε, με το αρχεγονο ενστικτο της, ειδε το χαρτι και διαβασε ταραγμενη. Σκεφτηκε δεν μπορει, ξορκι θα υπαρχει, υπαρχει παντα το αντιθετο σε καθε ξορκι μεσα. Το ειδε, μα, ταραχτηκε, της πεσαν τα φτερα της.
Το ξορκι ελεγε πως αν εκεινη το κανε αυτος για παντα θα χανοταν. Μια λεξη αν ελεγε, αυτος επομενη μερα δεν θα ζουσε. Και τι ζωη θα ητανε αν επεμενε να ζει με τετοιον τροπο; να εξαρταται απο αυτον;
να τον σκοτωσει; μα αν τον σκοτωνε; τι ζωη θα ζουσε μες σε ξενα σωματα; θα τον εψαχνε συνεχεια γιατι αλλον δεν θα βρισκε σαν αυτόν, αυτο σιγουρο το ειχε.
Την πηρε την αποφαση, βρηκε ολο το κουραγιο που προγιαγιαδες εφυτεψανε σε τουτη την γυναικα.
Σκαρφαλωσε στο κρεβατι τους και πηδηξε, με μια πνοη πηδηξε, προλαβε κι ειδε τη ζωη να τρεχει μπροστα της, ολους που κακο της εκαναν για παντα συγχωρουσε, τελος αφησε αυτον, ευχηθηκε με ολη την ψυχη της, αν αλλην εβρισκε ξανα το ιδιο λαθος να μην ξαναδιαπραξει..
Εκεινος μπηκε σπιτι το μεσημερι, οσμιζοταν κατι ασχημο απο την ωρα που ξυπνησε, γι’ αυτο, γι αυτο ετρεξε να την βρει και να της πει πως το μετανοιωσε, πολυ καιρο την εψαχνε ετουτη την αληθεια, πηρε καιρο, αλλα την ειχε βρει βαθια μεσα του.. τωρα δεν φοβοταν, θα την ελουζε με ξυλο απο σανταλοξυλο καινουργια αρχη να κανουν, τωρα θα της ελεγε πως ηξερε να αγαπαει..
Εφερε το μυστικο παναρχαιο αντιξορκι που μονο ενας καλογερος εφυλαγε στο σεντουκι..αν τετοιο κακο γινοταν, αυτος ηξερε να το λυσει..
Ειδε πρωτα το κιτρινο χαρτι, μετα την λιμνη απο αιμα, πεθαινοντας εγινε και παλι απο μονη της κανονικη γυναικα.. και μυριζε σανταλοξυλο, το χε εκεινη, βρει, με κοπο στο μαξιλαρι ειχε αφησει, ηταν βλεπεις ακομη μικρη,μικρη σαν τοσοδουλα, κουραστηκε ως εκει να του το αφησει, τις νυχτες τους τις ομορφες
να του τις θυμιζει...
οταν εφευγε εκεινη για την αλλη πολη το σωμα του πονουσε.
Χρειαζοταν την φωνη της για να μιλαει, το σωμα της για να κινειται, τις ιδεες της για να φανταζεται.
Εκεινη δεν εδειχνε τοση εξαρτηση, του ΄δινε το παθος της σε ολες τις αρχεγονες κλιμακες των ανθρωπων,
κοιταγε τα ματια του κι εστηνε μαγικους χορους στις αισθησεις της, αλλαζε τα παιχνιδια της ελξης σε χιλια προσωπα, καθε φορα κι ενα αλλο.
Ηξερε πως καποτε θα τελειωνε, ετσι γινοταν, ετσι λεγαν ολοι, απλα περιμενε και ρουφουσε την μαγεια.
Μια μερα που εκεινη παλι εφυγε για την αλλη πολη, εκεινος αρρωστησε, καταλαβε πως αυτο το πραγμα
ηταν πια εξαρτηση, ηταν εμμονη, ηταν κατι που δεν τον αφηνε να αναπνευσει ελευθερα, εκεινος που ηταν
δυνατος τωρα περιμενε να την δει για να σταθει στα ποδια του, αυτος ο ενας, ο αγριος,ο μοναδικος.
Οπου το λεγε τον συμβουλευαν να χαλαρωσει, να νοιωθει ελευθερος και να αφεθει.
Να αφεθω; και που να παω, αναρωτιοταν, δεν εχει τελος η επιμονη της σκεψης μου, δεν σταματαω να την σκεφτομαι. Αν καποιος αλλος την γητεψει, αν αλλος την κανει δικια του;
οχι, οχι, τρελαινοταν στις μαυρες σκεψεις που σαν ορνια τον εσκιζαν καθε μερα.
Αποφασισε να της μιλησει, περιεγραψε με χρωματα την ζωη μαζι της, θα χε την αγκαλια του μαξιλαρι στον υπνο της, θα ΄ταν τα χερια του η ζεστασια της, η αγαπη του ασπιδα της..
Ασπιδα; αναρωτηθηκε εκεινη, αυτην την φτιαχνουμε μονοι μας ετσι κι αλλοιως. Μονοι μας γεννιομαστε, μονοι μας πεθαινουμε. Την δικη του ασπιδα ο καθενας την φτιαχνει με τις πραξεις του, αυτες ανακατευονται με τις πραξεις των αλλων και αυτο που μενει το κανεις εσυ ο,τι θες, το μπολιαζεις και βγαινει αυτο που θες να κρατησεις, αυτο που ειναι η δυναμη σου στο περασμα του χρονου, αυτο που υπερασπιζεται τον αερα γυρω σου,.. Πως θα σαι εσυ η ασπιδα μου; δεν γινεται..
Θα μεινεις μαζι μου, της ειπε. Και την τραβηξε πανω του.
Πηγε εκεινη να αφεθει στη στιγμη και να γινει μια εικονα απο παθος αλλα εκανε πισω.
Ασε με να μαι ελευθερη, να ανταμωνουμε αβιαστα κι αθωα, αν μεινουμε μαζι θα χαθει το αθωο, θα γινει συνηθεια, η μυρωδια μας δεν θα μενει στην ατμοσφαιρα γυρω μας γιατι θα χει κολησει στα σεντονια,
τα φιλια μας θα περιμενουν ενα γνωστο δρομο και δεν θα ψαχνουν με μανια να ανταμωσουν.
Εκεινος το αποφασισε μεσα του, το ξερε απο καιρο.Την επεισε να κοιμηθουν μαζι κι οταν εκεινη χαθηκε στα συννεφενια ονειρα, σηκωθηκε κι εψαξε με γρηγορες κινησεις μες το παλιο μπαουλο..
Βρηκε το παλιο κιτρινο πια χαρτι, πηρε μια ανασα κι αρχισε να λεει τα λογια της ληθης.
Λογια της μεταμορφωσης, λογια μυστικα θεοσκοτεινα, λογια που απο την αβυσο ξεθαφτηκαν.
Ηρθε απο πανω της, τα λεγε κι η καρδια του χτυπαγε σαν του αλογου που δεν τιθασευεται, σιγα σιγα ειδε την μεταμορφωση, εγινε μικρουλα, πολυ μικρουλα. Οταν εκεινος ηθελε θα γινοταν κανονικη γυναικα,
μεχρι τοτε θα ταν μια μικρουλα που θα χωραγε στην παλαμη, εκεινος θα οριζε το μεγεθος, αναλογα με τις στιγμες και τις επιθυμιες.
Μια τοσοδουλα που αν εφευγε μακρια, κινδυνευε να πατηθει απο περαστικου το ποδι, ή αν σκαρφαλωνε δεν θα μπορουσε πολυ μακρια να παει.
Την τυλιξε σε ενα μαντηλι και τη χαζευε ωρα πολυ, μαγεμενος, η ανασα σηκωνε το στηθος της και τα μαλλια της απλωμενα σε μια χρυση βενταλια χρωματιζαν την απελπισια του και την ημερευαν..
Την ακουμπησε με προσοχη στο κομοδινο, διπλα και κοιμηθηκε γαληνια κι αχορταγα.
Το ξημερωμα την βρηκε να φωναζει κι η μικρη φωνουλα δεν ακουγοταν, ξεπνοα ακουγοταν ενας ψιθυρος, μονο τα πουλια ακουγαν τον μικρο θρηνο, μονο μια πεταλουδα που αλλαξε πορεια εξω, στο παραθυρο, φοβισμενη απο το μοιρολοι της απογνωσης.
Κοιτουσε τα αντικειμενα, τεραστια μπροστα της, ο κοσμος μια απειλη που μονο φοβο ειχε..
Επειτα εκεινος ξυπνησε, την πηρε στην παλαμη κι εκεινη το καταλαβε, ενοιωσε πως εκεινος αυτο το ειχε κανει... δακρυα στολιζαν την μικρη, διαφανη επιδερμιδα, το μικρουλι στομα ψελιζε τωρα και δεν φωναζε ενα γιατι...
Εκεινος δεν καταλαβαινε, ειπε τα λογια κι αμεσως την εκανε γυναικα. Επιασε να την χαιδευει, εψαχνε να βρει το κλειδι για να την ξανανοιξει, δικη του να την κανει, να αφησει μεσα της πνοη, πνοη απο την δικη του.
Στην αρχη ηταν δυσκολο, αλλα εκεινη αφησε τις αντιστασεις , τον αγαπουσε βλεπεις τοσο πολυ, που δεν μπορουσε η ψυχη να μην βγει απο το σωμα της και να μην τον ανταμωσει..
Αυτο γινοταν για καιρο, αρχισε να μην βγαζει ομως πια τα μεγαλα της τα μυστικα, αυτα που ειχε σαν γυναικα, τοτε που τον ξελογιαζε σαν μαγισσα και σαν του ουρανου μητερα. Αρχισαν να μην ταξιδευουν ο ενας μες τον αλλο, αρχισε ο ερωτας να γινεται πηγαδι, πηγαδι μυστικων, πηγαδι παραπονων...
Κι εκεινος το καταλαβε, μεγαλο λαθος ειχε κανει και τωρα πια τα παλια φιλια ,πληγες γινηκαν που ματωναν ολοενα..
Η γυναικα ανακαλυψε, με το αρχεγονο ενστικτο της, ειδε το χαρτι και διαβασε ταραγμενη. Σκεφτηκε δεν μπορει, ξορκι θα υπαρχει, υπαρχει παντα το αντιθετο σε καθε ξορκι μεσα. Το ειδε, μα, ταραχτηκε, της πεσαν τα φτερα της.
Το ξορκι ελεγε πως αν εκεινη το κανε αυτος για παντα θα χανοταν. Μια λεξη αν ελεγε, αυτος επομενη μερα δεν θα ζουσε. Και τι ζωη θα ητανε αν επεμενε να ζει με τετοιον τροπο; να εξαρταται απο αυτον;
να τον σκοτωσει; μα αν τον σκοτωνε; τι ζωη θα ζουσε μες σε ξενα σωματα; θα τον εψαχνε συνεχεια γιατι αλλον δεν θα βρισκε σαν αυτόν, αυτο σιγουρο το ειχε.
Την πηρε την αποφαση, βρηκε ολο το κουραγιο που προγιαγιαδες εφυτεψανε σε τουτη την γυναικα.
Σκαρφαλωσε στο κρεβατι τους και πηδηξε, με μια πνοη πηδηξε, προλαβε κι ειδε τη ζωη να τρεχει μπροστα της, ολους που κακο της εκαναν για παντα συγχωρουσε, τελος αφησε αυτον, ευχηθηκε με ολη την ψυχη της, αν αλλην εβρισκε ξανα το ιδιο λαθος να μην ξαναδιαπραξει..
Εκεινος μπηκε σπιτι το μεσημερι, οσμιζοταν κατι ασχημο απο την ωρα που ξυπνησε, γι’ αυτο, γι αυτο ετρεξε να την βρει και να της πει πως το μετανοιωσε, πολυ καιρο την εψαχνε ετουτη την αληθεια, πηρε καιρο, αλλα την ειχε βρει βαθια μεσα του.. τωρα δεν φοβοταν, θα την ελουζε με ξυλο απο σανταλοξυλο καινουργια αρχη να κανουν, τωρα θα της ελεγε πως ηξερε να αγαπαει..
Εφερε το μυστικο παναρχαιο αντιξορκι που μονο ενας καλογερος εφυλαγε στο σεντουκι..αν τετοιο κακο γινοταν, αυτος ηξερε να το λυσει..
Ειδε πρωτα το κιτρινο χαρτι, μετα την λιμνη απο αιμα, πεθαινοντας εγινε και παλι απο μονη της κανονικη γυναικα.. και μυριζε σανταλοξυλο, το χε εκεινη, βρει, με κοπο στο μαξιλαρι ειχε αφησει, ηταν βλεπεις ακομη μικρη,μικρη σαν τοσοδουλα, κουραστηκε ως εκει να του το αφησει, τις νυχτες τους τις ομορφες
να του τις θυμιζει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου