Πάντα θυμόταν το γέλιο του, σαν μια αλητεία, κρεμασμένη σαν χρυσόμυγα, ,στην άκρη των χειλιών του.
Και τα μάτια του, σπηλιές ,που κοιμόντουσαν και ξύπναγαν τα θηρία.
Τα φιλιά του, διέσχισαν τους καιρούς της,
σε ένα μισοκρυμμένο μπαρ από την κίνηση, εκεί,
εκεί ακριβώς, λευτερώθηκαν οι άγριες πεταλούδες της κοιλιάς της.
Εκεί ακριβώς και κάτω από έναν υγρό ουρανό αντάλλαξαν το σάλιο τους,
σαν να ήταν το τελευταίο τους, που στόλιζε τα φιλιά τους..
Κάτι φώναζε επειγόντως,
μια ανάγκη στην εσοχή του χρόνου, κάτι φώναζε στην εσοχή της καρδιάς της,
ένα βρέφος με φτερά να κυματίζει πάνω τους,
με πύρινες γλώσσες έκρωζε τον έρωτα,
αυτόν που ασίγαστα ταίζει την χολή και την καρδιά,
τον ταίζεις πανσέδες, σε ταίζει θειάφι,
ήξερε πως ποτέ δεν θα τον ξαναέβλεπε,
αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο να του δώσει ένα πολύτιμο κομμάτι της.
Τον θυμάται, και 'οταν τον θυμάται,πάντα αίμα καταπίνει σαν τους φθυσικούς,
κι ένα γεράκι την κοιτάζει και την ρωτάει <<μα γιατί; γιατί>>;
Μόνο εκείνη ξέρει την απάντηση,
γιατί ο άνθρωπος χωρίς τον μεγάλο έρωτα ένα σκουλήκι είναι,
γυρίζει γύρω από φέρετρα και τραγουδάει για θανάτους..
Πάντα θυμόταν το γέλιο του,
και τα χέρια του που έκαιγαν, σαν φωτιές και γεμάτα θέλγητρα..
-Απολύτως ερωτικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου