Κυριακή 15 Μαρτίου 2015
Mπήκε μαζί της στο τρένο, κάθισε δίπλα της ευλογώντας την τύχη του, που η θέση ήταν άδεια.
Μύρισε το άρωμα της και συγκέντρωσε την ακοή του στην ανάσα της.
Άκουγε καθαρά την αναπνοή της να βγαίνει σαν ψίθυρος ενός πουλιού.
Στο μεταξύ ,μαζί με το ανατολίτικο άρωμα της σε κάθε απότομη κίνηση του τρένου ,απολάμβανε το ανεπαίσθητο άγγιγμα του κορμιού της.
Οι αστράγαλοι της ήταν δεμένοι μεταξύ τους σταυρωτά και τα μακριά κόκκινα μαλλιά της πότε πότε τον χάιδευαν στο πρόσωπο.
Ήταν ολόκληρη μια χίμαιρα, κάθε τι δικό της,ανέδυε κάτι ανεπιτήδευτα περίπλοκο και αέρινο.
Μια σαγήνη τον υπέταξε ξαφνικά στο άρμα της και δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο τον εαυτό του, της μίλησε κάνοντας την να γυρίσει τα υπέροχα τεράστια μελιά μάτια της καταπάνω του σαν ριπές ενός καυτού αέρα, κάπως έκπληκτη αλλά γλυκιά.
<<Είστε αφάνταστα γοητευτική, θα μπορούσα να περπατήσω μαζί σας ως εκεί που θα πάτε; Θα σας μιλάω, θα σας περιγράφω τα αισθήματα που μου γέννησε η όψη σας>>..
<<Με αυτόν τον τρόπο προσεγγίζετε τις γυναίκες πάντα; Ξέρω, ακούγομαι κοινότοπη αλλά δεν μπορεί να ισχύει αυτός ο τρόπος μόνο για εμένα>>.
<<Αν σας βεβαίωνα πως ισχύει μόνο για εσάς θα με πιστεύατε>>; της είπε και χαμογέλασε.
<<Δεν ξέρω γιατί, αλλά θα σας πίστευα>>.
<<Αυτό είναι θαυμάσιο, σας παρακαλώ, να τολμήσω να σας προτείνω να πιούμε ένα ποτό μαζί; Είναι οκτώ η ώρα και το μπαράκι που ξέρω ανοίγει τώρα, εκεί θα απολαύσουμε καθαρό ποτό και θα πούμε τι μουσική προτιμούμε στον ιδιοκτήτη>>.
Την κοιτούσε και η καρδιά του κόντευε να σπάσει περιμένοντας την απάντηση της..
<<Πάμε, γιατί όχι; Μοιάζει σαν να μην κατοικείτε σε αυτόν τον κόσμο, έχετε μια ευγένεια που δείχνει φυσική κι αυτόφωτη, επιπλέον θα χαρώ να σας ακούω να μιλάτε και να ακούμε ότι επιθυμεί η καρδιά μας σαν μουσική παρέα>>, έτσι του είπε και σηκώθηκε μαζί του.
Τον παρατήρησε προσεκτικά. Ένα μικρό σημάδι στο μάγουλο και γκρίζοι κρόταφοι του έδιναν μια ιδιαίτερη αρσενική γοητεία, σκέφτηκε πως καιρό είχε να δει έναν άντρα που αποπνέει τόσο αρσενική παρουσία.
Τα μάτια του ήταν σαν μαύρα αμύγδαλα, πικρές γραμμές χάιδευαν την κόρη των ματιών του, πικρές και γλυκές ενστάσεις στα ζητήματα της ζωής και του έρωτα, κατέληξε κοιτώντας τον.
Μόλις κατέβηκαν από το τραίνο της έπιασε το χέρι και ανέβηκαν σε μια γέφυρα που από κάτω της έτρεχαν τα αυτοκίνητα κάνοντας θόρυβο και σπάζοντας την δικιά τους μυσταγωγία.
<<Πως σε λένε>>; Τον ρώτησε κι ένοιωσε πολύ βαθιά της το άγγιγμα του χεριού του.
Η αφή του ήταν σαν μικρά βάσανα..
<<Μάρτιο , με λένε, Μάρτιο>> της απάντησε και την έσφιξε επάνω του..
Τότε ο χρόνος σταμάτησε , οι περαστικοί έμειναν ακίνητοι, μια εικόνα που πάγωσε στον χρόνο..
Μόνο οι δυο τους κινούνταν,
μυστικά, αέρινα και τελετουργικά...
-Μάρτιος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου