Ο Ναγκίσα και η Γιοσίρο ,΄΄ηταν μέσα σε ένα άδειο βαγόνι, το τρένο τσουλούσε αργά επάνω στις γραμμές του ,ενώ χιονιένιες νιφάδες έπεφταν έξω από το παράθυρο.
Είχαν μια ένταση μεταξύ τους, η Γιοσίρο ξέχναγε συχνά τον εγωισμό του και την ξεροκεφαλιά του και του μίλαγε ανοιχτά για τους επίδοξους κοκόρους που περνούσαν έξω από το σπίτι της, είχε ανάγκη να το κάνει αυτό για να τον φέρει μέσα στην πραγματικότητα της καθημερινότητας της, όμως εκείνος, εκείνος τα έπαιρνε αλλιώς.
Δεν μιλούσαν, υπήρχε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα όταν έσπασε εκείνη την σιωπή.
<<Εγώ ψάχνω την ομορφιά και την μαγεία, νόμιζα πως ήθελες να είσαι μέρος της>>, του είπε και μια λύπη φώλιασε στα μάτια της.
<<Όταν μου μιλάς για άλλους είναι σαν να με συγκρίνεις μαζί τους, έτσι μου αφαιρείς τα κομμάτια της μαγείας και της ομορφιάς που με συνδέουν μαζί σου, πίστευα πως θα το καταλάβαινες>>, της απάντησε και κοίταξε επίτηδες έξω από το παράθυρο.
Η Γιοσίρο ήρθε κοντά του, μια ένταση άρχισε να απλώνεται παντού.
Καθώς τον ακούμπησε, καθισμένη δίπλα του, ένα μικρό ζεστό κύμα φώλιασε χαμηλά στην κοιλιά της, το δέρμα της άρχισε να ανοίγει σαν λουλούδι που ανοίγει τα πέταλα του, εκείνος το ένιωσε , άρχισε να διψάει για το σώμα της, άρχισε να πονάει από την επιθυμία.
<<Άγγιξε με>>, της είπε και πήρε το μικρό της χέρι, πρώτα το ακούμπησε στην καρδιά του κι ύστερα στον καβάλο του.
<<Οι λέξεις, κάποιες φορές είναι σαν παραστράτημα σε έναν γλιστερό δρόμο, μας μπερδεύουν και μας πληγώνουν>>, του είπε και έπιασε το χέρι του και το έκλεισε μέσα στο δικό της.
Τώρα άρχισαν να νιώθουν σαν δυο άλογα που το είχαν σκάσει από έναν σκληρό ιππόδρομο και έτρεχαν σε μια ηλιόφωτη κοιλάδα.
Άνοιξε την τσάντα της και φόρεσε το κόκκινο κιμονό της, εκείνος γδύθηκε και τυλίχτηκαν μέσα σε μια κουβέρτα.
Μυρίστηκαν σαν σκύλοι που έκαναν γνωριμία λίγης ώρας.
Έπεσαν επάνω ο ένας στον άλλον και η λαγνεία άρχισε το παιχνίδι της μέθης.
<<Δεν μπορώ να ξεχασω πως είσαι γκέισα>>, της ψιθύρισε μέσα στα μαλλιά της.
<<Ναι, αλλά είμαι μια λευκή γκέισα και είμαι δική σου>>,
του είπε και αφέθηκε επάνω του και μέσα του.
Ο πυρετός διέτρεξε την σπονδυλική στήλη ,
κόκκινα φιλιά υπνώτιζαν το βαγόνι και σιγά σιγά άρχιζαν να βγαίνουν από το σώμα τους..
Οι πτήσεις ήταν αργές και ηδονικές..
Ίσως την ίδια ηδονή που κουβαλάει ένα φίδι σαν αλλάζει το δέρμα του.
Ο έρωτας είναι το να φοράς ένα άλλο δέρμα, αυτό το ήξεραν κι οι δυό.
Ε[πιπλέον ήταν τίμιοι παίχτες.
Και βάθαιναν την μεταμόρφωση τους ακόμη περισσότερο αλλά με αργόσυρτους ρυθμούς..
Σαν το μυρμήγκι που κουβαλάει το σπίτι στην πλάτη του, το ίδιο αργά και σταθερά..
- Η βραδύτητα της μεταμόρφωσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου