Η Σοντέκο, ήταν ένα κορίτσι που αφοσιωνόταν στον έρωτα, με την πεποίθηση μιας γκέισας,( ήταν γκέισα), η πρώτη και η τελευταία της έννοια κατά την διάρκεια των ερωτικών μας σμίξεων, ήταν η δική μου ικανοποίηση.
Βρισκόμασταν μεταξύ Αθήνας, Παρισιού και Πράγας λόγω της εργασίας μου που απαιτούσε συνεχείς μετακινήσεις.
Το μόνο που απαιτούσε ήταν δίπλα στο κομοδίνο να υπάρχει ένα τριαντάφυλλο με εκατό πέταλα , επίσης μια μουσική που δέσμευε απαραίτητα λίγη μελαγχολία και σεντόνια που θα μύριζαν σάνταλο.
Σαν άνθρωπος της Δύσης και πνιγμένος στις υποχρεώσεις, η αλήθεια ήταν, πως δεν πρόσεξα πως τελευταία ,κατά την ερωτική συνουσία, με κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια, ελάχιστα πρόσεξα πως οι αναστεναγμοί της και οι οργασμοί της ήταν αρκετός καιρός που κορυφώνονταν σε ένταση και ελευθερώνονταν.
Οι μικροί προηγούμενοι αναστεναγμοί της, τώρα διαδέχονταν από κραυγές μιας γάτας, οι νυχιές της στην πλάτη μου ήταν εκτενείς και βαθιές, τα πόδια της γύρω στον λαιμό μου μια ημέρα , με έσφιξαν τόσο δυνατά που κυριολεκτικά ένιωσα πως πνιγόμουν.
Ένα μεσημέρι που την βρήκα ξαπλωμένη να με περιμένει στο μυρωμένο δωμάτιο για πρώτη φορά σκέφτηκα πως η παρουσία της μου είχε γίνει απαραίτητη.
Μου δόθηκε ξανά σαν να ήταν η τελευταία φορά που βρισκόμασταν.
Το αιδοίο της ξέσπαγε σε αλλεπάλληλα δάκρυα και σπασμούς, λίγο πριν τελειώσουμε μαζί ,μου ψιθύρισε.
<<Σε αγάπησα, και τώρα που σε αγάπησα, δεν μπορώ να πάω με κάποιον άλλον, έτσι είμαι εγώ>>.
Αυτό μου ακούστηκε βαρύ και παθιασμένο, αλλά αισθάνθηκα μέσα του τον κίνδυνο.
<<Μου αρέσεις πολύ, όμως εγώ δεν ξέρω να αγαπάω και ούτε πρόκειται , η ελευθερία μου είναι το πρωτεύον μου στοιχείο, όταν μου λένε πως με αγαπούν πάντα φεύγω>>, αυτά της είπα και την ένιωσα να ξεσπάει σε κλάματα μαζί με σπασμούς που έκαναν το κρεβάτι να τρέμει..
<<Σε αγάπησα αλλά δεν θα αντέξω την προδοσία, δεν θέλω να με αγαπήσεις με το ζόρι , ούτε να νιώσεις πως σε κλείνω καταδικάζοντας την ελευθερία σου από υποχρέωση, ή από μια λεπτή παρόρμηση πάθους>>.
<<Τι προτείνεις λοιπον>.; ρώτησα και ξάπλωσα στο πλάι παρατηρώντας την κόρη του ματιού της να μεγαλώνει.. Ταυτόχρονα την χάιδευα παντού κι ένιωθα κάτω από τα δάχτυλα μου την επιδερμίδα της να σκίζεται σαν μετάξι..
<<Σκότωσε με, θα γράψω τώρα μια επιστολή που θα εξηγεί τους λόγους της αυτοχειρίας μου>>, είπε και τράβηξε από το συρτάρι ένα λευκό φίνο χαρτί και ένα περίστροφο.
Την παρατηρούσα να γράφε,ι βουτηγμένος σε μια περίεργη απάθεια.
Σαν τυπικός άνθρωπος της Δύσης, έδινα λογικές εξηγήσεις για την συμπεριφορά της, αλλά ταυτόχρονα, μια καινούργια ηδονή ξυπνούσε μέσα μου..
Αυτήν , πως κάποιος μπορούσε να σκοτωθεί για χάρη μου, δεν ήταν μια χαρά που έκανε τα μέλη μου να τρέμουν από αδημονία, δεν ήταν απλά μια ηδονή που έτρεχε μέσα στο είναι μου, ήταν σαν όλες οι ηδονές να ξυπνούσαν μέσα μου και να ξαναγεννιόμουν σαν ένας άλλος άνθρωπος..
Δεν άκουγα την λογική μου, δεν άκουγα τίποτε, όλα μου έλεγαν να υποταχθώ σε αυτήν την πρωτόγνωρη αίσθηση.
Αφού τελείωσε την επιστολή, πήρε το περίστροφο , έπιασε το χέρι μου και το έτεινε στην καρδιά της, ταυτόχρονα την είδα να παίρνει μια στάση προσμονής, να βάζει το άλλο χέρι της κάτω από το μαξιλάρι , να με φιλάει με δύναμη στα χείλη και να μου λέει σιγανά,
<<έλα αγάπη μου, σκότωσε με και σκοτώσου>>.
Από την μια μεριά ,ηδονιζόμουν με την πράξη, από την άλλη, ένα ένστικτο κινδυνου στα λόγια της με έκανε να φοβηθώ και να ανατριχιάσω.
Γιατί να σκοτωθώ, σκέφτηκα, ήταν γελασμένη να πιστεύει πως θα αυτοκτονούσα για τον χαμό της, πάντα ήμουν λογικός και δεν επέτρεπα στα πάθη μου να την σαμποτάρουν.
Όμως τώρα, βίωνα κυριολεκτικά όλα τα πάθη μου δεμένα σε ένα, έπρεπε να την δω να πεθαίνει για να νιώσω όλα αυτά που ποτέ δεν είχα ζήσει ως τότε, έτσι αισθανόμουν, στο κάτω κάτω, σκεφτόμουν, εκείνη διάλεξε να πεθάνει..
Την στιγμή που τράβηξα την σκανδάλη άκουσα δυο χτύπους.
ήταν δυο κρότοι, πρόλαβα να κοιτάξω την λίμνη του αίματος να σχηματίζεται επάνω στο λευκό σεντόνι σαν πίνακας γύρω της και την άκουσα να λέει<<σκότωσε με και σκοτώσου>>,
την ίδια στιγμή έκλεισε τα μάτια της για πάντα ενώ ένα παγωμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.
Την ίδια στιγμή, κάτι καυτό με έκανε να χτυπιέμαι από πόνο στην κοιλιά μου, κάτι καυτό μου έσκιζε τα σπλάχνα, κοίταξα και τότε είδα το δεύτερο περίστροφο που κρατούσε, αυτό που είχε κρύψει με τόση επιτυχία κάτω από το μαξιλάρι, αυτό ακριβώς χρησιμοποίησε ταυτόχρονα με το δικό μου.
Με δυο χέρια είχε σκοτώσει δυο ανθρώπους.
Από γκέισα είχε μεταλλαχτεί σε άνθρωπο που έδρασε απίστευτα.
Καθώς κατάπινα αίμα, ένιωσα να μπαίνω με τρομερή ταχύτητα σε ένα τούνελ με απίστευτα χρώματα,
όμως επειδή ήμουν άνθρωπος της Δύσης ήξερα πως απλά πέθαινα, κι αυτό που έβλεπα ήταν οι τελευταίες ορμόνες που έβγαιναν από τον εγκέφαλο μου,
εκεί έσβησα κρατώντας το χέρι της, λευκό σαν κρίνος και βαμμένο με αίμα..και των δυο μας...
-Σκότωσε με και σκοτώσου-
υγ.το προσχέδιο ενός σκορπιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου