-Πως βρεθήκατε εδώ; Ρώτησε ο άντρας με την βελούδινη φωνή,η γυναίκα, βρέθηκε σε αυτήν την έρημη παραλία καθώς κολυμπούσε κάπου που το νερό σε παρέσυρε στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που κολυμπάς..
Μα το ίδιο συνέβη και σε εκείνον, χωρίς να το ξέρουν είχαν ξεκινήσει να κολυμπούν από το ίδιο σημείο κι είχαν βρεθεί ως εδώ ασθμαίνοντας..
-Με παρέσυρε η δίνη του νερού, είπε και κοίταξε τα χέρια του χωρίς να το θέλει.
Χέρια με δάχτυλα μακριά και γερά.
Ο ένας κοιτούσε τον άλλον με κάτι παραπάνω από ένα απλό ενδιαφέρον..
-Σας αρέσει εδώ; ρώτησε εκείνος, εννοώ το νησί σας αρέσει;
-Πάρα πολύ, θα τολμούσα να πω πως είναι ένα μίγμα ερωτισμού και μαγείας, είπε εκείνη και τον κοίταξε κατάματα.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως απάντησε τόσο αυθόρμητα, όμως αυτό που σίγουρα ένιωθε κάτω από την ηλιοκαμένη επιδερμίδα της ,ήταν πως αυτός ο άντρας αμέσως σχεδόν της ξύπνησε το ένστικτο του έρωτα και της έδινε με κάποιον τρόπο μια περίεργη δύναμη..
Δεν είχε έρθει ως εδώ για να αναλύσει οτιδήποτε αλλά αυτός ο άντρας εδώ ήταν σαν ένας γαλάζιος κεραυνός ..
Την πήρε από το χέρι και περπάτησαν στην αμμουδιά, ο μαγνητισμός τους ήταν αυτόματος κι ερχόταν σαν τον υπέβαλλε ένας θεός που λάτρευε τον ήλιο και τους ανθρώπους.
-Είσαι σαν την χαρά της ζωής, του είπε καθώς αυτός της μιλούσε για τις καταδύσεις και τα πλάσματα της θάλασσας με έναν τόσο απλό , άκακο και ζωντανό τρόπο που της θύμιζε ένα παιδί που είχε ντυθεί με ένα αντρικό σώμα.
Μα έπειτα σαν άρπαζε τα μάτια της και τα ρούφαγε με τα δικά του δυνατές φωτιές έρχονταν και έλουζαν το σώμα της..
Είπαν για όλη τους την ζωή σε λίγες ώρες.
Αυτό έβγαινε τόσο αυθόρμητα και ζεστά που πραγματικά έκανε εντύπωση και στους δυο τους..
-Είσαι πολύ δυνατή, έχεις κρατήσει την γενναιοδωρία της αθωότητας με κάθε κόστος,δεν ξέρω ποια δύναμη σε έφερε εδώ, αλλά μόνο ευγνώμων μπορώ να νιώσω, είπε αυτός και κράτησε στα χέρια του το πρόσωπο της.
Καθώς τα πρόσωπα ήρθαν κοντά, ασυγκράτητα κατακόκκινα φιλιά ήρθαν και εκτόπισαν κάθε άλλη δύναμη μεταξύ τους...
Οι μέδουσες των αισθήσεων φώλιασαν σε όλα τα μαλακά τους μόρια.
-Είσαι έρωτας, της είπε και την σήκωσε στα χέρια του.
Τότε εκείνη έκαψε μέσα της όλα τα παραμύθια με το κακό τέλος..τις πριγκίπισσες, τους βάτραχους και τις Σταχτοπούτες..
Εξάλλου αυτό έκανε σχεδόν από παιδί..
Μπήκαν στην θάλασσα,
ο ήλιος είχε κρατήσει την χλιαρότητα της ζέστης του στην αρυτίδωτη επιφάνεια της..
Τα μέλη τους έλιωναν ασυγκράτητα καθώς κολυμπούσαν δίπλα δίπλα..
Σταματούσαν και ξανάρχιζαν να κολυμπούν.
-Δεν θέλω να σταματήσει αυτή μαγεία, είπε εκείνη και τίναξε τα κατάμαυρα μαλλιά της πίσω.
Αυτός τύλιξε τα χέρια του γύρω της.
-Ούτε εγώ,
εξάλλου δεν αποφασίσαμε εμείς γι αυτό, προφανώς μια άλλη δύναμη το έκανε.
-Μας αρέσει να βάζουμε θεούς και δυνάμεις αόρατες στις ιστορίες μας από τα αρχαία χρόνια, είπε εκείνη, αυτό κάνεις τώρα, εξηγείς την μαγεία αυτή σαν την δύναμη και την θέληση των θεών.
Της έσφιξε την μέση δυνατά,
-Έχεις δίκιο, όμως πως αλλιώς μπορούμε να κάνουμε σε μια χώρα που έχει τόσο φως, σε ένα νησί που το λευκό των σπιτιών αντικατοπτρίζεται στην ατμόσφαιρα,
ο ήλιος καίει ανελέητα χωρίς να αφήνει περιθώριο για μυστικά; Εδώ είμαστε σχεδόν συνεχώς, εκτεθειμένοι..
-Μόνο οι αθώοι από θέση νιώθουν εκτεθειμένοι και δεν κρύβουν την γύμνια τους , του απάντησε,
τότε τα χέρια του την έσφιξαν πιο πολύ και την έφερε επάνω στην πλάτη του.
Κολυμπούσε και για τους δυο τους, και καθώς το σώμα της ήταν σαν μετάξι χυμένο επάνω του ένιωθε ο ίδιος να μεταμορφώνεται σε έναν άντρα που ήθελε να δώσει όλη την δύναμη της γης και της θάλασσας σε αυτό το γυναικείο πλάσμα..
Ήξερε καλά μέσα του πως αυτό άξιζε να το κάνει με όλη του την ψυχή..
-Θα μπορούσε να συμβεί στην Αμοργό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου