Πέμπτη 9 Απριλίου 2015


Η Κέλλυ ήταν ένα ζόρικο, λαικό κορίτσι με παρουσιαστικό μιας γυναίκας που δεν έδειχνε έτσι, μια μέρα που είχε νεύρα με τα καπρίτσια του κόσμου, βάπτισε τον αγαπημένο της ζουζουνέλ, της είπα πως ήταν ένα χαζό υποκοριστικό αυτό, για έναν άντρα γεροδεμένο όπως εκείνος. Με κοίταξε ευθεία στα μάτια και άρχισε να μου μιλάει ενώ μια φλέβα τεντωνόταν σαν σαίτα στο πλάι του λαιμού της... <<Δεν υπάρχει τίποτε δεδομένο κουκλίτσα μου, ούτε στα παρουσιαστικά, ούτε στα υποκοριστικά, αύριο μπορεί να μην είμαι αυτό που είμαι σήμερα, επίσης αύριο μπορεί να βρω έναν άντρα που να μην είναι αυτός που ξέρεις μέχρι σήμερα, ακόμη μπορεί ο κόσμος να γυρίσει και να κάνει μια μετωπική σύγκρουση με τον εαυτό του, τότε εγώ μπορεί να έχω βρει έναν καπετάνιο και να γυρίζω όλον τον κόσμο με ένα υπερωκεάνιο ή μπορεί να μυρίζω τα θυμαράκια ανάποδα. Σε αυτόν τον συνηθισμένο κόσμο, το ασυνήθιστο είναι να προσδιορίζεις ακριβώς τι είναι καψούρα και τι έρωτας και να μην μπερδεύεσαι με αυτό, να μην μπερδεύεσαι με αυτά, εκεί είναι η ουσία και να έχεις φίλους όπου γυρίζεις, μπήκες>.; μου είπε και άνοιξε το παράθυρο τέρμα. Ο Σορόκος ερχόταν με όλη του την δύναμη μέσα στο δωμάτιο φέρνοντας μυρωδιές από βόθρο. Είδε την αηδία μου και κατάλαβε. Μα έβαλε ένα κοραλλί κραγιόν στο στόμα της κάνοντας ένα όμορφο σχήμα και έβαλε μαύρο κολ μέσα στα μάτια της. <<Ο κόσμος είναι γεμάτος καψούρια αγάπη μου, η καψούρα τραγουδιέται και περιφέρει μια όμορφη κάβλα να πεις, τοσο όμορφη όσο να κάνεις μερικές άτοπες θυσίες , τόσο όσο να ξεχάσεις λίγο την μιζέρια σου, ο έρωτας είναι το θέμα, αυτό σου ξαναλέω, κι αν τον έρωτα τον ψάχνεις με μικροαστικές επεξηγήσεις και αποκλίσεις και ηθικές λοβιτούρες, τότε μόνο να καψουρεύεσαι μπορείς >>.. <<Αυτό δεν ακούγεται σαν δεδομένο και κλισέ>.; την ρώτησα και άναψα τσιγάρο. <<Ότι ζω κι έζησα σου λεω κουκλίτσα μου, τα άλλα τα αφήνω γι αυτούς που τους αρέσει να γράφουν όπως εσύ, εγώ δεν γράφω, ζω, κι αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο>>. Έριξε λίγες σταγόνες αρώματος επάνω της σαν σύννεφο και είπαμε να πιούμε ένα ποτό σε ένα γνωστό καταγώγιο πίσω από το λιμάνι. <<Βαρέθηκα τις εργατοώρες όλων που ξοδεύουν για να βρουν την λαγνεία, βαρέθηκα κι αυτούς και τα χαμπέρια τους>>.. Έτσι μου είπε και φτάσαμε σιγά σιγά στο ποτάδικο.. Μόλις μπήκαμε τα αντρικά μάτια μας κάρφωσαν σαν σανίδες στο πάτωμα.. <<Ληγούρια, βασανισμένα ζωάκια>., μου ψιθύρισε κι έβαλα τα γέλια. Μόλις καθίσαμε μπροστά στην ξύλινη μπάρα όλοι κοιτούσαν τις κόκκινες βελούδινες μπότες μας, μας είχαν μείνει από την δεκαετία του 70.. <<Κέλλυ>>

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου