Στεκόταν μπροστά σε ένα παράθυρο, μετέωρο μπροστά στο πέλαγος,
η θάλασσα πιό μπλε και καθαρή από ποτέ.
Είχε μαλλιά μακριά, ξανθά, πιασμένα με μια βελούδινη λευκή κορδέλλα.
Μάτια αρχαία ελληνικά, σμαραγδένια αμύγδαλα και στόμα κομψού σχήματος, με σάρκα απαλή νηφάλια.
Κάπνιζε διαθέτοντας μια ήρεμη κίνηση στα δάχτυλα, μακριά και λεπτά αυτά.
Νύχια στρογγυλεμένα.
Πρόσωπο φερμένο ίσως από την Αναγέννηση, πίνακας με χρώματα απαλά,μόνο το έντονο βλέμμα του έσπαζε αυτήν την ηρεμία των χαρακτηριστικών...
Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο, τσιτωμένο το ύφασμα έλαμπε καθαρότητα και τόνιζε αυτήν την δροσιά που έβγαινε με ευγένεια και κείνη την διακριτική γοητεία που μόνο ένας τυφλός δεν θα μπορούσε να γίνει σκλάβος ή εραστής παντοτινός...
Έπινε κρασί κόκκινο ενώ στο βάθος του δωματίου έπαιζε ο ήχος μιας κιθάρας..
Καιρό τώρα του είχε μπεί η ιδέα να φύγει από το σώμα του.
Ήθελε να δει τους λαξεμένους βράχους, τον σπάνιο αετό στην κορυφή, τα πλοία, τον φάρο που βρισκόταν απέναντι από μια πτήση υψηλή.
Να ξοδέψει το άσπρο του ματιού του, καίγοντας το στο τόσο φως που διέθετε απλετα το τοπίο.
Ένας γλάρος πέρασε μπροστά, καθώς πετούσε τον κοίταξε πλάγια, η χάντρα του ματιού του τον διαπέρασε στην πλάτη του.
Καθώς απομακρύνθηκε άκουσε το λεπτό του κρώξιμο.
Κοντοζύγιασε τα φτερά του και έπιασε να πετά ψηλότερα ώσπου χάθηκε.
Μια μικρή σταγόνα κόκκινη από το κρασί έμεινε στην άκρη των χειλιών του, έπειτα πήρε άτακτο σχήμα και έπεσε στο πουκάμισο.
Ο ήχος της κιθάρας γλύκαινε, μια ηλιαχτίδα έσμιξε με μια νότα της..
Και τότε του συνέβη...
Ένας μικρός σεισμός που συνέβη μέσα του τον ξεχώρισε από το σώμα του.
Η αποχώρηση αυτή τον έφερε περισσότερο σε μια νεα αίθουσα κι άγνωστη που υπήρχε χυμένο φως.
Το σώμα στάθηκε ακίνητο μπροστά στο παράθυρο.
Μια αβάσταχτη ελαφρότητα τον έσπρωξε κι άρχισε να πετά.
Έφτασε στο ταβάνι, στάθηκε λίγο κι έφυγε από το ανοιχτό παράθυρο...
Η πτήση ήταν χωρίς ρυθμό, άτακτη...
Ώσπου να προσαρμοστεί στο πρώτο πέταγμα πήρε απότομα ύψος και βρέθηκε μέσα σε ένα σύννεφο.
Εκεί ακριβώς μια πεταλούδα γαλάζια τον είδε και πέταξε πλαι του.
Έκαναν κόντρες στην ταχύτητα και στο ύψος..
Κύκλους..
Κύκλους...
Άκουγε τα φτερά της κι έβλεπε ένα θαμπό φως να γυρνά σαν ανάγλυφο δεύτερο σώμα της.
Τα μάτια της τον κοίταζαν παιχνιδιάρικα.
-Είσαι λιγότερο τώρα από 21 γραμμάρια, του φώναξε και πέρασε δίπλα του σκορπίζοντας σκόνη από τα χρώματα της που ήταν μπλεγμένα μέσα στο γαλάζιο...
Τότε αυτός ανέβηκε στην ράχη της.
-Πέτα ψηλά, κάψε με, φτάσε με στον ήλιο, της είπε και μύριζε τα φτερά της,
κάτι από γύρη και σκόνη θειαφιού...
-Θα σε πάω όμως θα καούμε και οι δυο, είπε αυτή περιμένοντας να της απαντήσει..
-Δεν πειράζει, πέτα σε παρακαλώ.
-Πες μου το όνομα σου να το θυμάμαι μετά..είπε αυτή κι η φωνή της χαμήλωσε τόνο.
-ΑΠΡΙΛΗΣ, είπε αυτός και γέλαγε καθώς τώρα πετούσαν ψηλότερα κι ούτε ένας μικρός ίλιγγος δεν ακούστηκε στα σωθικά του.
Ο ήλιος τους τράβηξε απότομα.
Ατέλειωτη φωτιά τους πήρε στο στόμα της.
Κι ένας ήχος βαρύς σαν βροντή διαπέρασε και τους δυο.
Κι έπειτα οργασμικές δίνες.
Κι έπειτα μια ηδονή πρωτόγνωρη ξεχύλισε μέσα στο είναι τους.
ένας μεγάλος στρόβιλος σκόνης και φωτός τους διέλυσε.
Και βρέθηκε αυτός απότομα ξανά μέσα στο σώμα του.
Λίγο πριν βρεθεί ένας τελευταίος οργασμός διαπέρασε την σπονδυλική του στήλη...
Καθώς σαν κευρανοχτυπημένος στεκόταν πάλι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο κοίταξε το περβάζι το λευκό το μαρμάρινο.
Ότι απέμεινε από την πεταλούδα ένα λιωμένο φτερό που κουνιόταν αδύναμα
και η σκόνη της είχε γράψει γράμματα άτακτα στο περβάζι.
-Στο είπα πως θα καούμε, όμως άξιζε...
ΚΑΙ τον έπιασαν κλάμματα, στην αρχή καυτές, μετά δροσερές σταγόνες...
Κι άρχισε ξανά να ζει μέσα στο σώμα του..
Μα τίποτε πια δεν ήταν ίδιο..
Εκεί έμεινε, να ζει με το τίποτε, αφρόντιστος με δανεική τροφή από τους γλάρους...
Προπάντων αυτό που τον κρατούσε στην ζωή ήταν η μνήμη της πτήσης του κι η γενναία θυσία της πεταλούδας..κι η αβάσταχτη ελαφρότητα του λιγότερο από 21 γραμμάρια...
( η μικρή ιστορία κάποιου Απρίλη)
η θάλασσα πιό μπλε και καθαρή από ποτέ.
Είχε μαλλιά μακριά, ξανθά, πιασμένα με μια βελούδινη λευκή κορδέλλα.
Μάτια αρχαία ελληνικά, σμαραγδένια αμύγδαλα και στόμα κομψού σχήματος, με σάρκα απαλή νηφάλια.
Κάπνιζε διαθέτοντας μια ήρεμη κίνηση στα δάχτυλα, μακριά και λεπτά αυτά.
Νύχια στρογγυλεμένα.
Πρόσωπο φερμένο ίσως από την Αναγέννηση, πίνακας με χρώματα απαλά,μόνο το έντονο βλέμμα του έσπαζε αυτήν την ηρεμία των χαρακτηριστικών...
Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο, τσιτωμένο το ύφασμα έλαμπε καθαρότητα και τόνιζε αυτήν την δροσιά που έβγαινε με ευγένεια και κείνη την διακριτική γοητεία που μόνο ένας τυφλός δεν θα μπορούσε να γίνει σκλάβος ή εραστής παντοτινός...
Έπινε κρασί κόκκινο ενώ στο βάθος του δωματίου έπαιζε ο ήχος μιας κιθάρας..
Καιρό τώρα του είχε μπεί η ιδέα να φύγει από το σώμα του.
Ήθελε να δει τους λαξεμένους βράχους, τον σπάνιο αετό στην κορυφή, τα πλοία, τον φάρο που βρισκόταν απέναντι από μια πτήση υψηλή.
Να ξοδέψει το άσπρο του ματιού του, καίγοντας το στο τόσο φως που διέθετε απλετα το τοπίο.
Ένας γλάρος πέρασε μπροστά, καθώς πετούσε τον κοίταξε πλάγια, η χάντρα του ματιού του τον διαπέρασε στην πλάτη του.
Καθώς απομακρύνθηκε άκουσε το λεπτό του κρώξιμο.
Κοντοζύγιασε τα φτερά του και έπιασε να πετά ψηλότερα ώσπου χάθηκε.
Μια μικρή σταγόνα κόκκινη από το κρασί έμεινε στην άκρη των χειλιών του, έπειτα πήρε άτακτο σχήμα και έπεσε στο πουκάμισο.
Ο ήχος της κιθάρας γλύκαινε, μια ηλιαχτίδα έσμιξε με μια νότα της..
Και τότε του συνέβη...
Ένας μικρός σεισμός που συνέβη μέσα του τον ξεχώρισε από το σώμα του.
Η αποχώρηση αυτή τον έφερε περισσότερο σε μια νεα αίθουσα κι άγνωστη που υπήρχε χυμένο φως.
Το σώμα στάθηκε ακίνητο μπροστά στο παράθυρο.
Μια αβάσταχτη ελαφρότητα τον έσπρωξε κι άρχισε να πετά.
Έφτασε στο ταβάνι, στάθηκε λίγο κι έφυγε από το ανοιχτό παράθυρο...
Η πτήση ήταν χωρίς ρυθμό, άτακτη...
Ώσπου να προσαρμοστεί στο πρώτο πέταγμα πήρε απότομα ύψος και βρέθηκε μέσα σε ένα σύννεφο.
Εκεί ακριβώς μια πεταλούδα γαλάζια τον είδε και πέταξε πλαι του.
Έκαναν κόντρες στην ταχύτητα και στο ύψος..
Κύκλους..
Κύκλους...
Άκουγε τα φτερά της κι έβλεπε ένα θαμπό φως να γυρνά σαν ανάγλυφο δεύτερο σώμα της.
Τα μάτια της τον κοίταζαν παιχνιδιάρικα.
-Είσαι λιγότερο τώρα από 21 γραμμάρια, του φώναξε και πέρασε δίπλα του σκορπίζοντας σκόνη από τα χρώματα της που ήταν μπλεγμένα μέσα στο γαλάζιο...
Τότε αυτός ανέβηκε στην ράχη της.
-Πέτα ψηλά, κάψε με, φτάσε με στον ήλιο, της είπε και μύριζε τα φτερά της,
κάτι από γύρη και σκόνη θειαφιού...
-Θα σε πάω όμως θα καούμε και οι δυο, είπε αυτή περιμένοντας να της απαντήσει..
-Δεν πειράζει, πέτα σε παρακαλώ.
-Πες μου το όνομα σου να το θυμάμαι μετά..είπε αυτή κι η φωνή της χαμήλωσε τόνο.
-ΑΠΡΙΛΗΣ, είπε αυτός και γέλαγε καθώς τώρα πετούσαν ψηλότερα κι ούτε ένας μικρός ίλιγγος δεν ακούστηκε στα σωθικά του.
Ο ήλιος τους τράβηξε απότομα.
Ατέλειωτη φωτιά τους πήρε στο στόμα της.
Κι ένας ήχος βαρύς σαν βροντή διαπέρασε και τους δυο.
Κι έπειτα οργασμικές δίνες.
Κι έπειτα μια ηδονή πρωτόγνωρη ξεχύλισε μέσα στο είναι τους.
ένας μεγάλος στρόβιλος σκόνης και φωτός τους διέλυσε.
Και βρέθηκε αυτός απότομα ξανά μέσα στο σώμα του.
Λίγο πριν βρεθεί ένας τελευταίος οργασμός διαπέρασε την σπονδυλική του στήλη...
Καθώς σαν κευρανοχτυπημένος στεκόταν πάλι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο κοίταξε το περβάζι το λευκό το μαρμάρινο.
Ότι απέμεινε από την πεταλούδα ένα λιωμένο φτερό που κουνιόταν αδύναμα
και η σκόνη της είχε γράψει γράμματα άτακτα στο περβάζι.
-Στο είπα πως θα καούμε, όμως άξιζε...
ΚΑΙ τον έπιασαν κλάμματα, στην αρχή καυτές, μετά δροσερές σταγόνες...
Κι άρχισε ξανά να ζει μέσα στο σώμα του..
Μα τίποτε πια δεν ήταν ίδιο..
Εκεί έμεινε, να ζει με το τίποτε, αφρόντιστος με δανεική τροφή από τους γλάρους...
Προπάντων αυτό που τον κρατούσε στην ζωή ήταν η μνήμη της πτήσης του κι η γενναία θυσία της πεταλούδας..κι η αβάσταχτη ελαφρότητα του λιγότερο από 21 γραμμάρια...
( η μικρή ιστορία κάποιου Απρίλη)
Πόση χαρά μου δίνουν οι τόσο όμορφες περιγραφές σου!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή