Όταν ξύπνησα το στομάχι μου ήταν φωτιά. Το κεφάλι μου έσπαζε σε χίλια κομμάτια.
Ξέρασα ενώ έβριζα τις μπόμπες που είχα καταπιεί έτσι γρήγορα κι εύκολα. Ευτυχώς η Έλλη έλειπε και γλύτωσα ένα μεγάλο μέρος της βαρετής γκρίνιας της.
Είχα βρεθεί σε μια ηλίθια συγκέντρωση οδοντιάτρων, θα πρεπε να τους έλεγαν βαμπίρ αλλά δεν βαριέσαι. Αυτό που με εκνεύρισε και ταυτόχρονα με ευαισθητοποίησε ήταν η Κ. που ήρθε και με χαιρέτησε. Για πρώτη φορά διαπίστωσα πόσο γελοία ήταν τα μάτια της, βασικά ήταν σαν μάτια χρυσόψαρου λίγο θαμπωμένα από την μυωπία. Συνοδευόταν από έναν φλώρο που το παιζε λίγο άντρας.
Αλλά αυτό ήταν δικός της λογαριασμός. Ο δικός μου ήταν πως κάθησα με ένα τόσο αδιάφορο πλάσμα. Και το πιό κύριο; Γιατί δεν θυμόμουν τίποτε από το σύμπλεγμα στο κρεβάτι μας. Θέλω να πω όταν κάτι τελειώνει θυμάσαι την καύλα που υπήρχε ή όχι. Εγώ θυμάμαι από τα λόγια μας πως πρέπει να περνούσαμε καλά, δεν θυμάμαι τίποτε όμως από την πράξη, ποιά πράξη βέβαια που απορώ πως ακουμπούσα με τα χέρια μου ένα τόσο αδιάφορο πλάσμα. Αυτό ήταν που έκανε το στομάχι μου ακόμη πιό νευρικό, αυτή η σκέψη, δεν μπορούσα να με ανεχτώ από αυτό, ότι ήμουν για κανα δυό μήνες με αυτό το αδιάφορο πράγμα. Και μάλιστα να θυμάμαι από κάποια λόγια μου πως πρέπει να με είχα πείσει πως την είχα ερωτευτεί ,πράγμα φυσικά που την είχε πείσει κι αυτήν.
Ξέρναγα δηλητήριο, δεν είχε κάτι άλλο το στομάχι μου. Θυμόμουν τώρα λεπτομέρειες ενώ το κεφάλι μου έπαιζε ταμπούρλο από την χτεσινή βραδιά. Είχα το κινητό μιας ωραίας τύπισσας στην τσέπη μου, είχα και τα φιλιά της Άννας παντού. Την μύριζα ενώ έσπαζε το κρανίο μου.
Πήρα ταξί και βρέθηκα στο σπίτι της. Δεν ξέρω πως πλήρωσα, πως περπάτησα. όμως θυμάμαι την αγκαλιά της.
Τώρα θυμόμουν πως έκλαιγα στα χέρια της σαν μικρό παιδί. Της έλεγα πόσο ηλίθιος ήμουν που δεν θυμόμουν τίποτε από την πρόσφατη εκείνη περιπέτεια, πόσο γελοίος ένιωθα.
Έδειξε πως πειράχτηκε γιατί μιλούσα για κάποια άλλη όμως γρήγορα με αγκάλιασε και βρεθήκαμε στο πάτωμα.
Όπως πάντα. Αυτό ήταν καύλα με όλη την σημασία. Δεν τέλειωνε γρήγορα κι από τους δυό μας.
Ζητούσαμε ο ένας τον άλλο σαν ένα αυστηρά ιδιωτικό καταφύγιο στην απελπισία που υπήρχε μέσα μας και γύρω μας. ότι και να συνέβαινε γυρνούσαμε στα σώματα μας.
Άρχισα να έχω πάλι μνήμη μαζι της. Την επόμενη ημέρα, τις επόμενες ημέρες. Θυμόμουν το στόμα της, το στήθος της, τα πόδια της, την ομιλία μας.
Κι ας μου ξαναρχόταν εκείνη η σκατοδιάθεση φυγής. Η διάθεση να γαμήσω μια άλλη γυναίκα.
Έπρεπε να χωρίσω την Ελλη όμως το ιατρείο πήγαινε ολότελα σκατά, χρωστούσα παντού. Με είχε στο βρακί της με τα λεφτά της και το ήξερε, το ήξερα κι εγώ. Κι η Άννα επίσης.
Κι όμως η Άννα δεν ήταν από αυτές που ήθελαν ντε και καλά μια σχέση ζωής. Μου έδινε την ελευθερία μου, κι εγώ το ίδιο.
Είμαστε κοντά στους τρείς μήνες και τελευταία άρχισα να καταλαβαίνω πόσο δικός μου άνθρωπος είναι. Ειδικά μετά την χτεσινή νύχτα. Έκλαιγα με μανία, αηδιασμένος από εμένα, από τους άλλους.
Το τέρας της θλίψης με βάσταγε γερά, έμπηγε τα νύχια του μέσα μου και με διέλυε.
Η γαμοκρίση. Οι άνθρωποι. Η ανία. Η έλλειψη ενδιαφέροντος για την ζωή. Έρχονται μέρες που ξημερώνω και βρίζω την ώρα που δεν έφυγα στον ύπνο μου. Δεν αντέχω την ζωή. Είμαι πιό ευαίσθητος από ποτέ. Κι εκτός της Άννας δεν έχω καμμία προοπτική να αγαπήσω άλλον άνθρωπο.
Εκλαιγα και έβγαζα όλα μου τα παράπονα στην αγκαλιά της. Της έλεγα αγάπησε με, όμως δεν αξίζω, πρέπει να φύγεις μωρό μου, είμαι επικίνδυνος για σένα.
Κι αυτή ρούφαγε το στόμα μου, ανέβηκε πάνω μου ενώ ήμουν αλύγιστος μέσα της, έστριβα μέσα της, την έπαιρνα με δύναμη, γινόμουν αυτό που ήθελε, αυτό που ήθελα, ήθελα να τελειώσει πρώτα εκείνη, κι όπως πάντα ήταν πολλές οι φορές, βαστιόμουν όμως, ήθελα πρώτα εκείνη να μελώσει, να αφεθεί, να νιώσω άνθρωπος κι όχι κτήνος, κι όμως όταν θα βλεπα κάποια άλλη ξανά θα μου σηκωνόταν, όμως αυτό είναι άλλο, αυτό είναι άλλο, είναι μια συνήθεια γαμημένη από παλιά, πολύ παλιά, δεν ήθελα να την αγαπάω, όμως αυτό γινόταν μέρα την μέρα, με κατακτούσε, με έκανε να την θέλω συνέχεια.
Αρκούσε να την σκεφτώ για να τιναχτώ στα ύψη, να ιδρώσω από την επιθυμία, να τρέμω.
Και χτές, πόσο παράπονο μου βγήκε, ζητούσα τον πατέρα μου, ήθελα να τιμωρήσω τον εαυτό μου που πήγα με κείνο το χρυσόψαρο, ήθελα ξανά την ζωή μου πίσω, ναι, αυτό της έλεγα, Άννα θέλω την ζωή μου πίσω, αυτό που ήμουν κάποτε, κι όμως, δεν έχω καμμιά όρεξη για ζωή.
Μόνο αυτή η καύλα που είχε γίνει έρωτας και ξαφνικά καταλάβαινα πως πήρε την ανηφόρα της αγάπης, που έλιωσα στα χέρια της, τα δάκρυα μου στο στόμα της, το κορμί της να μου δίνει ζωή, δυο απελπισμένοι άνθρωποι που πάλευαν να δώσουν από τα τοιχώματα της καρδιάς τους ενέργεια για να αντέξουμε αυτό το κτήνος που λέγεται άνθρωπος που λέγεται ζωή, όλα τα σκατά που μας μεγάλωσαν, όλα τα σκατά που μας κλείνουν το στόμα, που μας δένουν τα χέρια, οι καυτοί συμβιβασμοί, αυτή η αδιαφορία, αυτό το μπουρδέλο, ο πατέρας μου που μου δωσε την ευχή του ενώ τον κρατούσα στα χέρια μου, το μπουρδέλο που ζω, που δεν το αντέχω, Ούτε η Άννα το αντέχει, μας πνίγει αυτή η γαμημένη ευαισθησία, αυτή η λύπη πως δεν μπορούμε να γίνουμε σαν τα σκατά γύρω μας, να παιρνα δύναμη να τίναζα την ψυχή μου στον διάολο, το κεφάλι μου που σπάει, το στομάχι μου, τα χέρια σε χειραψίες, τις κωλοτρυπίδες που γλείφονται με τα λεφτά, με την κολακεία, με το μίσος, με την ζήλεια, με όλα, με όλα που κάνουν ακόμη πιο πολύ το στομάχι μου να γυρίζει.
Άννα, Άννα πόσο ηλίθιος είμαι που δεν κατάλαβα πως σε αγαπώ, λυπημένη μου ελαφίνα, γυναίκα από βελούδο, γυναίκα που με κάνεις να θυμάμαι πως είναι μια γυναίκα, τρυφερό μου αγρίμι, έρωτα που γέρνεις πάνω μου, έρωτα που κάνεις τους άλλους να φαίνονται παλιόρουχα, να φαίνονται σκατά, σαν τα σκατά που όλη μέρα τρέχουν στο κεφάλι μου, όχι όμως και στην καρδιά μου, όχι και στην καρδιά μου...
Ξέρασα ενώ έβριζα τις μπόμπες που είχα καταπιεί έτσι γρήγορα κι εύκολα. Ευτυχώς η Έλλη έλειπε και γλύτωσα ένα μεγάλο μέρος της βαρετής γκρίνιας της.
Είχα βρεθεί σε μια ηλίθια συγκέντρωση οδοντιάτρων, θα πρεπε να τους έλεγαν βαμπίρ αλλά δεν βαριέσαι. Αυτό που με εκνεύρισε και ταυτόχρονα με ευαισθητοποίησε ήταν η Κ. που ήρθε και με χαιρέτησε. Για πρώτη φορά διαπίστωσα πόσο γελοία ήταν τα μάτια της, βασικά ήταν σαν μάτια χρυσόψαρου λίγο θαμπωμένα από την μυωπία. Συνοδευόταν από έναν φλώρο που το παιζε λίγο άντρας.
Αλλά αυτό ήταν δικός της λογαριασμός. Ο δικός μου ήταν πως κάθησα με ένα τόσο αδιάφορο πλάσμα. Και το πιό κύριο; Γιατί δεν θυμόμουν τίποτε από το σύμπλεγμα στο κρεβάτι μας. Θέλω να πω όταν κάτι τελειώνει θυμάσαι την καύλα που υπήρχε ή όχι. Εγώ θυμάμαι από τα λόγια μας πως πρέπει να περνούσαμε καλά, δεν θυμάμαι τίποτε όμως από την πράξη, ποιά πράξη βέβαια που απορώ πως ακουμπούσα με τα χέρια μου ένα τόσο αδιάφορο πλάσμα. Αυτό ήταν που έκανε το στομάχι μου ακόμη πιό νευρικό, αυτή η σκέψη, δεν μπορούσα να με ανεχτώ από αυτό, ότι ήμουν για κανα δυό μήνες με αυτό το αδιάφορο πράγμα. Και μάλιστα να θυμάμαι από κάποια λόγια μου πως πρέπει να με είχα πείσει πως την είχα ερωτευτεί ,πράγμα φυσικά που την είχε πείσει κι αυτήν.
Ξέρναγα δηλητήριο, δεν είχε κάτι άλλο το στομάχι μου. Θυμόμουν τώρα λεπτομέρειες ενώ το κεφάλι μου έπαιζε ταμπούρλο από την χτεσινή βραδιά. Είχα το κινητό μιας ωραίας τύπισσας στην τσέπη μου, είχα και τα φιλιά της Άννας παντού. Την μύριζα ενώ έσπαζε το κρανίο μου.
Πήρα ταξί και βρέθηκα στο σπίτι της. Δεν ξέρω πως πλήρωσα, πως περπάτησα. όμως θυμάμαι την αγκαλιά της.
Τώρα θυμόμουν πως έκλαιγα στα χέρια της σαν μικρό παιδί. Της έλεγα πόσο ηλίθιος ήμουν που δεν θυμόμουν τίποτε από την πρόσφατη εκείνη περιπέτεια, πόσο γελοίος ένιωθα.
Έδειξε πως πειράχτηκε γιατί μιλούσα για κάποια άλλη όμως γρήγορα με αγκάλιασε και βρεθήκαμε στο πάτωμα.
Όπως πάντα. Αυτό ήταν καύλα με όλη την σημασία. Δεν τέλειωνε γρήγορα κι από τους δυό μας.
Ζητούσαμε ο ένας τον άλλο σαν ένα αυστηρά ιδιωτικό καταφύγιο στην απελπισία που υπήρχε μέσα μας και γύρω μας. ότι και να συνέβαινε γυρνούσαμε στα σώματα μας.
Άρχισα να έχω πάλι μνήμη μαζι της. Την επόμενη ημέρα, τις επόμενες ημέρες. Θυμόμουν το στόμα της, το στήθος της, τα πόδια της, την ομιλία μας.
Κι ας μου ξαναρχόταν εκείνη η σκατοδιάθεση φυγής. Η διάθεση να γαμήσω μια άλλη γυναίκα.
Έπρεπε να χωρίσω την Ελλη όμως το ιατρείο πήγαινε ολότελα σκατά, χρωστούσα παντού. Με είχε στο βρακί της με τα λεφτά της και το ήξερε, το ήξερα κι εγώ. Κι η Άννα επίσης.
Κι όμως η Άννα δεν ήταν από αυτές που ήθελαν ντε και καλά μια σχέση ζωής. Μου έδινε την ελευθερία μου, κι εγώ το ίδιο.
Είμαστε κοντά στους τρείς μήνες και τελευταία άρχισα να καταλαβαίνω πόσο δικός μου άνθρωπος είναι. Ειδικά μετά την χτεσινή νύχτα. Έκλαιγα με μανία, αηδιασμένος από εμένα, από τους άλλους.
Το τέρας της θλίψης με βάσταγε γερά, έμπηγε τα νύχια του μέσα μου και με διέλυε.
Η γαμοκρίση. Οι άνθρωποι. Η ανία. Η έλλειψη ενδιαφέροντος για την ζωή. Έρχονται μέρες που ξημερώνω και βρίζω την ώρα που δεν έφυγα στον ύπνο μου. Δεν αντέχω την ζωή. Είμαι πιό ευαίσθητος από ποτέ. Κι εκτός της Άννας δεν έχω καμμία προοπτική να αγαπήσω άλλον άνθρωπο.
Εκλαιγα και έβγαζα όλα μου τα παράπονα στην αγκαλιά της. Της έλεγα αγάπησε με, όμως δεν αξίζω, πρέπει να φύγεις μωρό μου, είμαι επικίνδυνος για σένα.
Κι αυτή ρούφαγε το στόμα μου, ανέβηκε πάνω μου ενώ ήμουν αλύγιστος μέσα της, έστριβα μέσα της, την έπαιρνα με δύναμη, γινόμουν αυτό που ήθελε, αυτό που ήθελα, ήθελα να τελειώσει πρώτα εκείνη, κι όπως πάντα ήταν πολλές οι φορές, βαστιόμουν όμως, ήθελα πρώτα εκείνη να μελώσει, να αφεθεί, να νιώσω άνθρωπος κι όχι κτήνος, κι όμως όταν θα βλεπα κάποια άλλη ξανά θα μου σηκωνόταν, όμως αυτό είναι άλλο, αυτό είναι άλλο, είναι μια συνήθεια γαμημένη από παλιά, πολύ παλιά, δεν ήθελα να την αγαπάω, όμως αυτό γινόταν μέρα την μέρα, με κατακτούσε, με έκανε να την θέλω συνέχεια.
Αρκούσε να την σκεφτώ για να τιναχτώ στα ύψη, να ιδρώσω από την επιθυμία, να τρέμω.
Και χτές, πόσο παράπονο μου βγήκε, ζητούσα τον πατέρα μου, ήθελα να τιμωρήσω τον εαυτό μου που πήγα με κείνο το χρυσόψαρο, ήθελα ξανά την ζωή μου πίσω, ναι, αυτό της έλεγα, Άννα θέλω την ζωή μου πίσω, αυτό που ήμουν κάποτε, κι όμως, δεν έχω καμμιά όρεξη για ζωή.
Μόνο αυτή η καύλα που είχε γίνει έρωτας και ξαφνικά καταλάβαινα πως πήρε την ανηφόρα της αγάπης, που έλιωσα στα χέρια της, τα δάκρυα μου στο στόμα της, το κορμί της να μου δίνει ζωή, δυο απελπισμένοι άνθρωποι που πάλευαν να δώσουν από τα τοιχώματα της καρδιάς τους ενέργεια για να αντέξουμε αυτό το κτήνος που λέγεται άνθρωπος που λέγεται ζωή, όλα τα σκατά που μας μεγάλωσαν, όλα τα σκατά που μας κλείνουν το στόμα, που μας δένουν τα χέρια, οι καυτοί συμβιβασμοί, αυτή η αδιαφορία, αυτό το μπουρδέλο, ο πατέρας μου που μου δωσε την ευχή του ενώ τον κρατούσα στα χέρια μου, το μπουρδέλο που ζω, που δεν το αντέχω, Ούτε η Άννα το αντέχει, μας πνίγει αυτή η γαμημένη ευαισθησία, αυτή η λύπη πως δεν μπορούμε να γίνουμε σαν τα σκατά γύρω μας, να παιρνα δύναμη να τίναζα την ψυχή μου στον διάολο, το κεφάλι μου που σπάει, το στομάχι μου, τα χέρια σε χειραψίες, τις κωλοτρυπίδες που γλείφονται με τα λεφτά, με την κολακεία, με το μίσος, με την ζήλεια, με όλα, με όλα που κάνουν ακόμη πιο πολύ το στομάχι μου να γυρίζει.
Άννα, Άννα πόσο ηλίθιος είμαι που δεν κατάλαβα πως σε αγαπώ, λυπημένη μου ελαφίνα, γυναίκα από βελούδο, γυναίκα που με κάνεις να θυμάμαι πως είναι μια γυναίκα, τρυφερό μου αγρίμι, έρωτα που γέρνεις πάνω μου, έρωτα που κάνεις τους άλλους να φαίνονται παλιόρουχα, να φαίνονται σκατά, σαν τα σκατά που όλη μέρα τρέχουν στο κεφάλι μου, όχι όμως και στην καρδιά μου, όχι και στην καρδιά μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου