Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Τα κουκούλια

Γυρνοβολάς την γη,
είναι μέρες που περισσεύει η αισιοδοξία σου και η αρετή της προσφοράς.
Δρόμοι ασφάλτου γεμάτοι γλίτσα, σκυλιά που πονούν την μοναξιά τους, μητέρες παγωμένες
αιώνια τιμωρούν αυτό που γέννησαν.
Κρατάς γερά τα δέρματα σου, εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, τα μάτια σου φωταγωγημένοι δρόμοι
ανάπαυσης, φωτός θερμού κι αιώνια διψασμένου.
Ημέρες γκρίζες, ομιχλώδεις, γερασμένες πρόωρα, σπίτια μοναχικά εκατέρωθεν δέντρων   αφρόντιστων
σαν των παιδιών των πεινασμένων.
Δεν λαμβάνεις προφύλαξη καθώς συσπάσαι, καθώς διαστέλλεσαι, μέσα σε κήπους, που μοιάζουν φιλόξενοι,
των ανθρώπων,
των δειλών, των ακούραστων στο ψέμα, στα πρόσωπα τα υποκριτικά που φωτίζονται από ένα φως χλωμό των κεριών, σε έναν ναό γερόντων.
Βρυκόλακας η ψυχή σου, ψάχνει, ψάχνει,
κάτω από τις φλούδες της , μυρμηγκιάζει αυτή από την πρόσκαιρη χαρά, καθώς νομίζει,
καθώς πιστεύει πως υπάρχει μια αλήθεια πίσω από τα τόσα χαλάσματα,
τα χαλασμένα, τα καημένα τα σώματα που κρύβουν την ντροπή τους μέσα σε ξύλινες μπάμπουσκες,
μέσα σε προτομές πατέρων ευνουχισμένων.
Πικρή βλάστηση, καθώς πίσω από τους κωδικούς που επισημαίνεις, ανοίγεις τα κλειδιά τους,
πικρή ανθρωπότητα, σε βαπτίζεις πικραμύγδαλο να μην λυπάσαι, να μην ξεχωρίζεις από τους άλλους.
Κάποτε δεν έχουν σημασία οι άλλοι, κάποτε έχουν ιδιαίτερη ώστε να ανοίγεις, να θυμάσαι την αρχαία αρετή της προσφοράς, της ανιδιοτέλειας, της αρχαίας πάλι λέω ψυχής σου,
βλέπεις την φλύκταινα καθώς ξερνά επιθετικά δηλητήρια, (άσε με να ανέβω πάνω σου να βγώ πιό πάνω),
λέει ένας φτωχός κι ηλίθιος ξεραμένος από τον ήλιο λωποδύτης που πουλάει πνεύμα λαθραία,
(Άσε με να πάρω λίγο από την αισιοδοξία σου, μοιάζει σαν παιδί), λέει μια κυρία που καταπίνει πασατέμπους σε μια άδεια αίθουσα.
Κι ως που θα πάει αυτό, αναρωτιέσαι, σου είπα δεν έχει τέλος, φυλάξου,
με ρωτάς σφιχτά, γιατί εσύ προσέχεις;
Και βάζω τα χέρια μου αιώνια στην τσέπη, σφυρίζω ανέμελα, βουτάω ένα νεράτζι, το πετάω σε κάποιον άγγελο που ξέπεσε,
(πως από εδώ; δεν ξέρεις να φοβάσαι; εδώ είναι ανθρωπότητα, δεν είναι δηλαδή παίξε γέλασε), του λέω και περιμένω να παίξω κάτω από τα φτερά του.
Με βάζει επάνω τους μαζί με σένα, χαμογελάμε σαν χαζοί καθώς πετάμε,
πετάμε, πετάμε,
κι όταν η καμπάνα χτυπάει μας κάνει αυτός άθελα του να δούμε προσεκτικότερα τα δέντρα.
Αχ, κι είναι στα κλαδιά τους χυμένοι χυμοί, ανθρώπινα κουκούλια φορούν σκουλήκια, βρωμούν σήψη,
βρωμούν θάνατο, κοιτώ τα κουκούλια, δεν διακρίνω προνύμφες, μήτε νύμφες, μήτε ξωτικά μάτια,
μονάχα κάτι άχρωμα ξεπλυμένα, σαν αρρωστιάρικα,
παντού τόση αρρώστια,
ψυχική, υπόγεια, πολύφερνη νύφη, αρπάγας,
κι ούτε ένας μύστης,
ούτε ένας μύστης στις φλούδες της αρχαίας ψυχής, στα καθημερινά κείνα θαύματα, τα μικρά,
αυτά που καταλαβαίνεις πως καμμιά φορά ο άνθρωπος έχει τεράστια δύναμη να διώχνει την ασχήμια,
την πικρία, την θλίψη, τον αυτοσκοπό ενός  αρχαίου κι αυτό θηρίου,
μια μηχανή που τα τρώει όλα, τα κατεβάζει, τα αρμέγει, τα κλέβει, τα δηλητηριάζει,
με αυτό το πανάθλιο κουκούλι,
μόνο κόκαλα και σάρκα,
βουίζει στα αυτιά μου, στα μάτια μου, στα δικά σου,
αρπάζουμε μαζί μια ουτοπία, θησαυρισμα μυστικό των ελαιώνων,
δεν υπάρχει θρησκευτική αγάπη,
δεν υπάρχει ατομική,
άσε την αγάπη λίγο να λουφάξει,
κουράστηκε να παλεύει ανάμεσα σε τόσα τέρατα,
φόρα την ψυχή σου, όλες τις φλούδες της, τις πεταλούδες των σκιρτημάτων της,
φόρα κι εμένα, εγώ εσένα,
ξεκίνησα το μοναχικό ταξίδι μαζί σου,
από την πρώτη στιγμή που τον ομφάλιο λώρο μου τον πέταξαν από το παράθυρο,
δεν με πειράζει αυτό,
έχω πιό πολύ δύναμη τώρα που ξέρω,
άσε με μονάχα λίγο να ξεχάσω αυτά τα φρικτά κουκούλια,
δεν τα αντέχω, καθώς βάζουν όλα τα μέσα να με κάνουν δική τους, μαζί και σένα,
να μας κάνουν κι εμάς να κρεμόμαστε σαν κόκαλα και σάρκα,
δίχως νύμφες, προνύμφες, διχως επιλογές φυγής.
κι αν τα γόνατα μου σακατέψουν, δεν θα γονατίσω,
θα περπατάω με τα χέρια,
με τα χέρια,
με τα χέρια,
θα μπορώ όμως πάλι να κοιτώ σφαιρικά,
διαστέλλοντας, συστέλλοντας, φωνάζοντας, ουρλιάζοντας
κι αν κάποιος με δει ωραίο θα ναι,
ωραίο θα ναι,
όχι όμως και το μοναδικό που θα με κάνει να ξεχνώ αυτά τα φρικτά κουκούλια,
γυμνώστε τα δέντρα, αφείστε τα λεύτερα,
ακούςςςςςςςςςςςςςςςςς;
λεύτερα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου