Όταν τον γνώρισε σε κείνο το καταγώγιο ο κόσμος χωρίστηκε άνετα σε δυό μέρη.
Αυτόν που μέχρι τότε ήξερε και αυτόν που ήθελε να γνωρίσει μέσα από εκείνον.
Ήταν ένας τυχοδιώκτης, μα όχι συνηθισμένος.
Τα μάτια του ήταν αστραπές.
Το σώμα του πεύκος αλύγιστος, μια θέληση τεράστια για ζωή φαινόταν στο βλέμμα του, το άκουγε αυτή το κύμα του, άκουγε το παράπονο του που ρχόταν από την γέννα του.
Πρόσεξε την πληγή του να μην κακοφορμίσει, μπόρεσε να δει και κάτι πέρα από την αντίληψη που είχε ως τώρα για τον έρωτα εκείνη.
Πέταξε δηλαδή την ματαιοδοξία της και την ανάγκη της μήτρας της.
Τον ερωτεύτηκε βαθιά. Αφοσιώθηκε κι ας την φόβιζε αυτό και ας την γέμισε αγκάθια ανσφάλειας.
Μα δεν ήταν έτσι απλό, ήξερε καλά μέσα της πως θα την πρόδιδε εξαιτίας της πληγής που είχε γίνει τυχοδιωκτισμός στο μέρος το ευάλωτο της ψυχής του. Δεν ήταν πως δεν είχε τον τρόπο να την διαβάσει, όχι, διάβαζε τους ανθρώπους σχεδόν αλάνθαστα. Είχε δώσει σάρκα και ψυχή στα πεζοδρόμια, στις πόρνες, στα φτηνά ή ακριβά καταγώγια, στα αυτοκίνητα, στην νύχτα, στα όπλα.
Αυτή ήξερε πως πάνω από όλα αυτά τον εαυτό του πολεμούσε άγρια.
Κι όσα κι αν του είπε δεν μπόρεσε να του αλλάξει την ματιά που είχε στην ζωή και στους ανθρώπους.
Η αγάπη, της είπε μια βροχερή μέρα στο πάρκο, είναι ένας πληγωμένος εγωισμός. Εγώ δεν θα πληγωθώ ποτέ, να προσέχεις, να με αποφύγεις, είναι που δεν με αγαπάς μονάχα με την μήτρα σου, θα σε πληγώσω.
Κι οι δυό το ήξεραν αυτό...
Μα τον είδε που χόρευε τους πληγωμένους στίχους του Μητροπάνου χαράματα, ήξερε κι αυτή από την ζωή, τα σκουπίδια της, τις εκβολές του φθόνου, της αδικίας, έτσι μαθαίνει να κολυμπά ο άνθρωπος.
Μα αν αυτός είχε ταλέντο στα όπλα και στο να τον ερωτεύονται αυτή εδραίωσε μέσα της το ταλέντο που είχε μικρή. Κάπου το χε ξεχασμένο, σε κάτι συρτάρια που μύριζαν φύκια και υγρασία, ήταν το απλό και πολυσύνθετο ταυτόχρονα, <<το ταλέντο του ανθρώπου>>.
Με αυτό το ταλέντο της τον κέρδισε, όσο μπορεί να κερδηθεί βέβαια ένας άνθρωπος που έχει κηρύξει πόλεμο με τον εαυτό του καταρχήν κι έπειτα με τους άλλους....
Τον ζούσε φυσικά σαν γυναίκα αυτόν τον έρωτα. Τον ζούσε σαν σκιά στο κρεβάτι του, στις βλεφαρίδες του που ίσκιαζε ήλιος. Όταν της μιλούσε για τις πόρνες, όταν της μιλούσε για τα όνειρα που έκανε κρυμμένος στους υπονόμους, στα λημέρια, στην πλατεία της ερημιάς, της ασυδωσίας,
των πρόσκαιρων εκπλήξεων...
Όλα κείνα τα έρημα τοπία που είχαν δάκρυα, αίμα, σπέρμα και ιδρώτα.
Οι άλλοι είχαν μια πρόχειρη εκτίμηση για την δική της κατάσταση. Το πάθος της αυτό το λεγνα βίτσιο.
Αυτή το λεγε πάθος. Πως δεν μπορούσε αλλιώς να αντιληφθεί την ζωή, σε ηλίθια στενά πλαισια...
Κι ήξερε πως σε αυτήν την πλευρά της σελήνης έχασκε ο θάνατος...
Έλεγε δυνατά μέσα της ( πως να αντιληφθώ το μεγαλείο της ζωής αν δεν φλερτάρω με τον θάνατο;)
Κι ο εγωισμός ένα φίδι κουλουριασμένο κάτω από το κρεβάτι.
Οι άλλοι την λυπόντουσαν, όταν το κατάλαβε αυτό έφυγε από όλους μακριά.
Θα μπορούσε έτσι να δωθεί όπως ήθελε αυτή. Εξάλλου μισούσε τον οίκτο.
Ήταν ηλίθιοι που την αγάπη της την βάπτιζαν βίτσιο και οίκτο.
Κι έγινε πέτρινη για όλους εκτός από αυτόν.
Πάλεψε για τα τυχοδιωκτικά του όνειρα χρόνια.
Κι ήρθε η μέρα που αυτός επιτέλους σταμάτησε να κυνηγά τις σκιές του.
Θέλησε να βάλει φως της μέρας, άφησε την νύχτα όπως μπορεί ένας άνθρωπος που όλο το μεγαλείο του και την πιό φτηνή του μικρότητα την έζησε στην σκιά της νύχτας.
Και δεν υπήρξε περιθώριο για αυτήν πια.
Έφυγε σαν σκύλος με κατεβασμένα αυτιά, όχι σαν εκείνον τον σκύλο του Οδυσσέα...
Για χρόνια υπήρξε ζωντανή νεκρή.
Έμαθε τα νέα του τυχαία μια μέρα.
Και ξαναθυμήθηκε πάλι <<το ταλέντο του ανθρώπου>>.
Έψαξε να το βρεί κι αλλού.
Στους Ακαδημαικούς.
Στους λογικούς.
στους τρελούς.
Στους ποιητές.
Στους καλο-καλοδιωμένους των γραφείων.
Στους ιδεολόγους υπό συνθήκην.
Στους δειλούς.
Στους ηλίθιους.
Στους καλλιτέχνες.
Στους νεκρούς.
ΔΕν βρήκε τίποτε εκτός από κάτι ψήγματα.
Ψίχουλα στα πουλιά.
Στα κοιμητήρια φαναράκια θυέλλης.
Στους έρωτες.
Όλα είχαν να δώσουν ελάχιστα.
Ένα φρικτό τίποτε με μνήμη χρυσόψαρου.
Και μόνο κείνο το ταλέντο να χορεύει σαν δερβίσης δίπλα της.
Απάνω της.
Στον ουρανό της...
Και κείνη η φράση άραγε τι ήθελε να πει ακόμη να την μεταφράσει.
Είχε δειλία; Είχε γενναιότητα;
Η αγάπη είναι ένας εγωισμός πληγωμένος.
Δεν βρήκε μια μετάφραση.
Χορεύει μόνο σαν δερβίσης ψάχνοντας...
Αυτόν που μέχρι τότε ήξερε και αυτόν που ήθελε να γνωρίσει μέσα από εκείνον.
Ήταν ένας τυχοδιώκτης, μα όχι συνηθισμένος.
Τα μάτια του ήταν αστραπές.
Το σώμα του πεύκος αλύγιστος, μια θέληση τεράστια για ζωή φαινόταν στο βλέμμα του, το άκουγε αυτή το κύμα του, άκουγε το παράπονο του που ρχόταν από την γέννα του.
Πρόσεξε την πληγή του να μην κακοφορμίσει, μπόρεσε να δει και κάτι πέρα από την αντίληψη που είχε ως τώρα για τον έρωτα εκείνη.
Πέταξε δηλαδή την ματαιοδοξία της και την ανάγκη της μήτρας της.
Τον ερωτεύτηκε βαθιά. Αφοσιώθηκε κι ας την φόβιζε αυτό και ας την γέμισε αγκάθια ανσφάλειας.
Μα δεν ήταν έτσι απλό, ήξερε καλά μέσα της πως θα την πρόδιδε εξαιτίας της πληγής που είχε γίνει τυχοδιωκτισμός στο μέρος το ευάλωτο της ψυχής του. Δεν ήταν πως δεν είχε τον τρόπο να την διαβάσει, όχι, διάβαζε τους ανθρώπους σχεδόν αλάνθαστα. Είχε δώσει σάρκα και ψυχή στα πεζοδρόμια, στις πόρνες, στα φτηνά ή ακριβά καταγώγια, στα αυτοκίνητα, στην νύχτα, στα όπλα.
Αυτή ήξερε πως πάνω από όλα αυτά τον εαυτό του πολεμούσε άγρια.
Κι όσα κι αν του είπε δεν μπόρεσε να του αλλάξει την ματιά που είχε στην ζωή και στους ανθρώπους.
Η αγάπη, της είπε μια βροχερή μέρα στο πάρκο, είναι ένας πληγωμένος εγωισμός. Εγώ δεν θα πληγωθώ ποτέ, να προσέχεις, να με αποφύγεις, είναι που δεν με αγαπάς μονάχα με την μήτρα σου, θα σε πληγώσω.
Κι οι δυό το ήξεραν αυτό...
Μα τον είδε που χόρευε τους πληγωμένους στίχους του Μητροπάνου χαράματα, ήξερε κι αυτή από την ζωή, τα σκουπίδια της, τις εκβολές του φθόνου, της αδικίας, έτσι μαθαίνει να κολυμπά ο άνθρωπος.
Μα αν αυτός είχε ταλέντο στα όπλα και στο να τον ερωτεύονται αυτή εδραίωσε μέσα της το ταλέντο που είχε μικρή. Κάπου το χε ξεχασμένο, σε κάτι συρτάρια που μύριζαν φύκια και υγρασία, ήταν το απλό και πολυσύνθετο ταυτόχρονα, <<το ταλέντο του ανθρώπου>>.
Με αυτό το ταλέντο της τον κέρδισε, όσο μπορεί να κερδηθεί βέβαια ένας άνθρωπος που έχει κηρύξει πόλεμο με τον εαυτό του καταρχήν κι έπειτα με τους άλλους....
Τον ζούσε φυσικά σαν γυναίκα αυτόν τον έρωτα. Τον ζούσε σαν σκιά στο κρεβάτι του, στις βλεφαρίδες του που ίσκιαζε ήλιος. Όταν της μιλούσε για τις πόρνες, όταν της μιλούσε για τα όνειρα που έκανε κρυμμένος στους υπονόμους, στα λημέρια, στην πλατεία της ερημιάς, της ασυδωσίας,
των πρόσκαιρων εκπλήξεων...
Όλα κείνα τα έρημα τοπία που είχαν δάκρυα, αίμα, σπέρμα και ιδρώτα.
Οι άλλοι είχαν μια πρόχειρη εκτίμηση για την δική της κατάσταση. Το πάθος της αυτό το λεγνα βίτσιο.
Αυτή το λεγε πάθος. Πως δεν μπορούσε αλλιώς να αντιληφθεί την ζωή, σε ηλίθια στενά πλαισια...
Κι ήξερε πως σε αυτήν την πλευρά της σελήνης έχασκε ο θάνατος...
Έλεγε δυνατά μέσα της ( πως να αντιληφθώ το μεγαλείο της ζωής αν δεν φλερτάρω με τον θάνατο;)
Κι ο εγωισμός ένα φίδι κουλουριασμένο κάτω από το κρεβάτι.
Οι άλλοι την λυπόντουσαν, όταν το κατάλαβε αυτό έφυγε από όλους μακριά.
Θα μπορούσε έτσι να δωθεί όπως ήθελε αυτή. Εξάλλου μισούσε τον οίκτο.
Ήταν ηλίθιοι που την αγάπη της την βάπτιζαν βίτσιο και οίκτο.
Κι έγινε πέτρινη για όλους εκτός από αυτόν.
Πάλεψε για τα τυχοδιωκτικά του όνειρα χρόνια.
Κι ήρθε η μέρα που αυτός επιτέλους σταμάτησε να κυνηγά τις σκιές του.
Θέλησε να βάλει φως της μέρας, άφησε την νύχτα όπως μπορεί ένας άνθρωπος που όλο το μεγαλείο του και την πιό φτηνή του μικρότητα την έζησε στην σκιά της νύχτας.
Και δεν υπήρξε περιθώριο για αυτήν πια.
Έφυγε σαν σκύλος με κατεβασμένα αυτιά, όχι σαν εκείνον τον σκύλο του Οδυσσέα...
Για χρόνια υπήρξε ζωντανή νεκρή.
Έμαθε τα νέα του τυχαία μια μέρα.
Και ξαναθυμήθηκε πάλι <<το ταλέντο του ανθρώπου>>.
Έψαξε να το βρεί κι αλλού.
Στους Ακαδημαικούς.
Στους λογικούς.
στους τρελούς.
Στους ποιητές.
Στους καλο-καλοδιωμένους των γραφείων.
Στους ιδεολόγους υπό συνθήκην.
Στους δειλούς.
Στους ηλίθιους.
Στους καλλιτέχνες.
Στους νεκρούς.
ΔΕν βρήκε τίποτε εκτός από κάτι ψήγματα.
Ψίχουλα στα πουλιά.
Στα κοιμητήρια φαναράκια θυέλλης.
Στους έρωτες.
Όλα είχαν να δώσουν ελάχιστα.
Ένα φρικτό τίποτε με μνήμη χρυσόψαρου.
Και μόνο κείνο το ταλέντο να χορεύει σαν δερβίσης δίπλα της.
Απάνω της.
Στον ουρανό της...
Και κείνη η φράση άραγε τι ήθελε να πει ακόμη να την μεταφράσει.
Είχε δειλία; Είχε γενναιότητα;
Η αγάπη είναι ένας εγωισμός πληγωμένος.
Δεν βρήκε μια μετάφραση.
Χορεύει μόνο σαν δερβίσης ψάχνοντας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου