H μητέρα του ζητιάνευε άστρα τις νύχτες.
Ο σκύλος του φορούσε παλιές ραφές και τράβαγε στο άγνωστο.
Κι αυτός λατρεμένος ιππέας της ευγένειας,
δεν είχαν να κάνουν οι τρόποι του με την καλλιέργεια την άγρια, επιφανειακή των σαλονιών.
Πίσω από τους μικρούς εξευτελισμούς της ζωής πάλι ωραίος ήταν,
δεν αγαπούσε να αναπαύεται σε ηθικοπλαστικές κορδέλλες,
μα λεύτερος κυμάτιζε καράβια χάρτινα στον αέρα που κατέβαινε στα νησιά μας.
Ακουμπούσε τα χέρια του στο πηγούνι που ένα παιδικό τραύμα φιλοξενούσε
και με άφηνε να το περνώ με την άκρη των δακτύλων μου.
Ο μεγαλοπρεπής αρχαιοελληνικός λαός ,που τον ανεβοκατέβαινε ,έλαμπε πάντα τις νύχτες
έμαθα από αυτόν να τον κατοικώ κι εγώ
τρομαγμένη από τον ήχο των αλόγων σιγοντάριζα στις πληγές,
αυτές ξέρουν να κεντούν τις αλήθειες.
Κι έτσι κατέληξα να καλλιεργώ πληγές,
τις έτρωγα με ψωμί που ψήνεται σε μια γη παράξενα όμορφη, μονάχο του,
βάζαμε επάνω του αλάτι και κάτι από εμάς τους δυο.
Κι όταν το ποτρέτο μας ετοιμάστηκε κάτω από την φρικτή απουσία του πλήθους
δάκρυ χαράς ακούμπησε πάνω στους λαξεμένους βράχους
το ήπιαμε και υποτάξαμε λίγο την δίψα μας.
Για λίγο μόνο, γιατί μαζί μας ήρθαν και τα πουλιά κι έπιναν
θυμίζοντας πως η χαρά η μεγαλύτερη στην δίψα βρίσκεται,
στην πείνα,
στην ζητιανιά των άστρων που ασκούσε με τέχνη η μητέρα του,
στην αποδοκιμασία των πράξεων των σκοτεινών...
Μέρα Απρίλη, ξανθιά,
μέρα που οι έρωτες κατέβηκαν ξανά από το βουνό
γράφοντας ημερολόγια με αυτήν την σπάνια, ωραία γλώσσα ,αυτών που εκτός του έρωτα
αγαπούν τον άνθρωπο,
αυτών που εκτιμούν την ζωή πέρα από τα φθαρτά μέρη της.
Έλαμψε ο Απρίλης μεσοπέλαγα
ξανθός και ήρεμος,
με την ηρεμία αυτού που πραγματικά ξέρει
κι όχι κείνου που νομίζει πως γνωρίζει...
Άγρια βατόμουρα χύνονται από τον ουρανό, μην προσπερνάς κανένα...
Ο σκύλος του φορούσε παλιές ραφές και τράβαγε στο άγνωστο.
Κι αυτός λατρεμένος ιππέας της ευγένειας,
δεν είχαν να κάνουν οι τρόποι του με την καλλιέργεια την άγρια, επιφανειακή των σαλονιών.
Πίσω από τους μικρούς εξευτελισμούς της ζωής πάλι ωραίος ήταν,
δεν αγαπούσε να αναπαύεται σε ηθικοπλαστικές κορδέλλες,
μα λεύτερος κυμάτιζε καράβια χάρτινα στον αέρα που κατέβαινε στα νησιά μας.
Ακουμπούσε τα χέρια του στο πηγούνι που ένα παιδικό τραύμα φιλοξενούσε
και με άφηνε να το περνώ με την άκρη των δακτύλων μου.
Ο μεγαλοπρεπής αρχαιοελληνικός λαός ,που τον ανεβοκατέβαινε ,έλαμπε πάντα τις νύχτες
έμαθα από αυτόν να τον κατοικώ κι εγώ
τρομαγμένη από τον ήχο των αλόγων σιγοντάριζα στις πληγές,
αυτές ξέρουν να κεντούν τις αλήθειες.
Κι έτσι κατέληξα να καλλιεργώ πληγές,
τις έτρωγα με ψωμί που ψήνεται σε μια γη παράξενα όμορφη, μονάχο του,
βάζαμε επάνω του αλάτι και κάτι από εμάς τους δυο.
Κι όταν το ποτρέτο μας ετοιμάστηκε κάτω από την φρικτή απουσία του πλήθους
δάκρυ χαράς ακούμπησε πάνω στους λαξεμένους βράχους
το ήπιαμε και υποτάξαμε λίγο την δίψα μας.
Για λίγο μόνο, γιατί μαζί μας ήρθαν και τα πουλιά κι έπιναν
θυμίζοντας πως η χαρά η μεγαλύτερη στην δίψα βρίσκεται,
στην πείνα,
στην ζητιανιά των άστρων που ασκούσε με τέχνη η μητέρα του,
στην αποδοκιμασία των πράξεων των σκοτεινών...
Μέρα Απρίλη, ξανθιά,
μέρα που οι έρωτες κατέβηκαν ξανά από το βουνό
γράφοντας ημερολόγια με αυτήν την σπάνια, ωραία γλώσσα ,αυτών που εκτός του έρωτα
αγαπούν τον άνθρωπο,
αυτών που εκτιμούν την ζωή πέρα από τα φθαρτά μέρη της.
Έλαμψε ο Απρίλης μεσοπέλαγα
ξανθός και ήρεμος,
με την ηρεμία αυτού που πραγματικά ξέρει
κι όχι κείνου που νομίζει πως γνωρίζει...
Άγρια βατόμουρα χύνονται από τον ουρανό, μην προσπερνάς κανένα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου