Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Aμοργός 1950 περίπου ( μια φανταστικοαληθινή ιστορία)

Ειναι Ανοιξη.
Στις γλαστρες των αυλων βασιλικοι. Γιατσεντα. Γιασεμια που χουν χυθει και απλωνουνε στους τοιχους τα ασπρα τους κεφαλια.
Τα βουνα του ξερου νησιου πρασινισαν. Σκορπουν την μεθη της μυρουδιας τους τα φασκομηλα. Η ριγανη ξυνει την μυτη.
Εβρεξε χτες ολη την νυχτα. Ενα συννεφο καθαρισε πια επανω στον ουρανο. Αυτος εγινε γαλανος και παιχνιδιαρης.
Τα κατσικια κοιτουν το πελαγος.
Καποιοι μεσα στις βαρκες τους ξυνουν το αλατι απο τα βραχια.
Η θαλασσα αρυτιδωτη. ΠΟυ και που ενα κυματακι γλυφει την ακρη της βαρκας.
Αλλοι παλι μαζευουν τα διχτυα τους.
Ολα ειναι ηρεμα.
Και οι ανθρωποι και η φυση.
Τουτο το χωριο ειναι σκαλωμενο στην ριζα ενος βουνου.
Το χωριο ειναι μικρο, βρισκεται αναμεσα σε αλλα δυο, στεκει στην μεση του νησιου και κοιταζει το πελαγος.
Ολα ειναι ηρεμα. Λαμπουν μεσα στον ηλιο.
Το μπλε καθρεπτιζεται στα ματια των ανθρωπων.
Ασπρο και μπλε.
Τα σπιτια τουτου του χωριου μικρα και απλωμενα με πετρα.
Μπορεις μεσα στην ησυχια να ακουσεις τα κουδουνακια των ζωων που βοσκουν στις ακρες των βουνων.
Σε ενα σπιτι χυμενος ερωτας.
Ο ορισμος του ερωτα στα σωματα μιας γυναικας κι ενος αντρα.
Συνευρεση παρανομη, λειπουν οι γονεις της γυναικας.
Νεαροι κι οι δυο, στα 19.
-Αγαπη μου, λεει αυτος καθως φυλακιζεται μεσα της.
Τα κυματα της αγαπης τους φτανουν ως το ταβανι. Που και που φευγει ενας στεναγμος και βρισκει εναν βασιλικο στην αυλη.
-Αγαπη μου, λεει αυτη και χανεται απο κατω του.
Ξαφνικα μεσα στην παραζαλη δεν ακουνε τα σκυλια που γαυγιζουν αγρια.
Δεν ακουνε την γη που τρεμει. Πιστευουν πως αυτο το εκαναν αυτοι με την εξαψη τους..
Το αλογο στον σταυλο σηκωνεται στα δυο του ποδαρια και κλωτσα την πορτα.
Οι γατες τρελαμενες σαν να ναι σε οιστρο.
Το ζευγαρι βρεθηκε εξαφνα κατω απο το μπαρι.
Τα τζαμια τριζουν. Η γη σηκωσε τις φλουδες της αγριεμενη.
Το ουρλιαχτο της ακουγεται απο το ενα χωριο στο αλλο.Ολα πανω της κουνιουνται σαν τρελα.
Σεισμος, ακουμε εξω απο το παραθυρο του σπιτιου τους.
Μα δεν θελουν να ξεκολησουν ο ενας απο τον αλλο.
-Ας φυγουμε ετσι, ορισε αυτος. Οταν τον ακουσε εκεινη πηρε την αποφαση.
Συνεχισαν την ενωση τους.
Εξω επεφταν σιγα σιγα ενα ενα τα σπιτια.
Πετρες ξεσηκωμενες σε ενα συννεφο σκονης, κροτοι αποκαλυψης.
Ζωα και ανθρωποι σαν τρελοι.
Η θαλασσα φουσκωσε, αποσυρθηκε απο την παραλια κι εφτασε ως το απεναντι νησακι.
Φανηκαν τα ψαρια στην αμμο να σπαρταρουν.
Η θαλασσα οργισμενη υψωθηκε σε κυμα απο εικοσι μετρα
Ενα βουνο νερου καλυψε το λιμανι με παταγο.
Ανθρωποι ουρλιαζαν τρεχοντας να προλαβουν να σωθουν.
Το σπιτι του ζευγαριου ξεσκεπαστηκε, η στεγη επεσε επανω στα δυο σωματα.
Η κραυγη τους εγινε ενα με της γης καθως πετρες χυνονταν πανω τους. Πετρες και σκονη.
Ο ενας καλυπτε τον αλλο.
Εσβησαν αργα σε μια φωνη εξαψης.
Θ ατους εβρισκαν μετα απο ωρες ενωμενους..
Ολοι οι κατοικοι θα γλυτωναν εκτος του ζευγαριου..
Το μοναστηρι στην ακρη ενος βραχου. ΟΙ καλογεροι να κοιτουν το τσουναμι να ρημαζει τα παντα κατω απο το παραθυρι.
Να χτυπα φρενιαμμενα αλλος την καμπανα..
Τελος θεου, φωναζαν αλαφιασμενοι.
Εφτασε το κυμα στην Κρητη, στην Σαντορινη.
Οργη στις Κυκλαδες.
ΟΡΓΗ φερμενη απο το στομα μιας αβυσσου.
Η σκονη του τρομαγμενου νησιου στον ουρανο.
Κρατησε πολυ ο σεισμος..
Η φυση ηταν θυμωμενη, θυμωσε κι ο ουρανος με κοκκινα συννεφα επανω του..
Τους βρηκαν το βραδυ οταν καπως ηρεμησαν οι μετασεισμοι.
Χυμενοι ο ενας πανω στον αλλο.
Ο σεισμος επαψε αλλα θα τον θυμοταν για παντα η Αμοργος..
Και μαζι και τους εραστες του πετρινου αγροτικου σπιτιου.
Και κανεις δεν ξερει αν ηταν αυτος ο πιο ωραιος θανατος..
Εγω που πηγα ομως και περασα εξω απο κεινο το σπιτι νομισα κατι ακουσα..
Κατι ζεστο με τυλιξε, κατι το πρωτογνωρο..
Και μυρουδιες με ανεβασαν σε αλλη διασταση..
Και νομιζω πως αυτος ηταν ο πιο ωραιος θανατος.
Μαζι με της γης το τρεμισμα και του ανθρωπου.
Λαβα καυτη και τα δυο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου