Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Ο χορός στο κουκούλι (μέρος πέμπτο)

Kι ενώ ήταν έτοιμοι να ενωθούν, να γίνουν ένα μετά την αιώνια μάχη των σωμάτων, τότε ακριβώς, την στιγμή δηλαδή που ξεκούμπωνε το παντελόνι του απαλά με τα λευκά της δάχτυλα για να τον φέρει μέσα της, εκείνη ακριβώς  την στιγμή, εκείνη ακριβώς την στιγμή θραύσματα μνήμης άρχισαν να τρυπάνε  το μυαλό του, ήταν από εκείνο το άρωμα, από το σαπούνι που είχε διαλέξει μόνη της να πλυθεί, από κείνο το σαπούνι της μητέρας του.
Είχε διαλέξει από όλα τα σαπούνια αυτό, αυτό ακριβώς, και κάτι συνέβη, στην αρχή ενώ συγκινήθηκε από την επιλογή της, ενώ του άρεσε σαν ξέχωρο κομμάτι από αυτόν και την ζωή του,
τώρα τρυπούσε τον φλοιό του εγκεφάλου του αυτή η μυρωδιά, αποκτούσε την δική της σαρωτική έλξη στον θάνατο, στο τέλος, σε κείνη την κρύα αίσθηση όπου ξέρεις πως είσαι μόνος σου σε ένα ατέλειωτο σύμπαν, σε κείνη την αίσθηση του κενού, μετά το κενό, μετά, αρκετά μετά, αυτός ο πάγος που μάγκωνε την ψυχή του και την σάρωνε, αυτός ο τρόμος, αυτός ο ίλιγγος πως βυθίζεται σε έναν αχανή μαύρο Ωκεανό.
.............
Σηκώθηκε μακριά της κι η Άννα είδε στα μάτια του αυτό το κενό, το κενό είδε, όχι τον τρόμο,άρχισε να σκέφτεται τι τον έδιωξε μακριά της, τι έκανε εκείνη και έγινε το βλέμμα του το τόσο ερωτικό αυτός ο πάγος, με ποιά βήματα ακριβώς έγινε η φωτιά χιόνι, σαν αυτό που συνέχιζε να πέφτει έξω από το σπίτι του. Τον κοίταξε σχεδόν έντρομη, δεν ήταν που η ηδονή της κόπηκε με μαχαίρι, πάνω που πήγαινε να υψωθεί και να σπάσει σε χίλια κομμάτια, κι όλο αυτό μόνο από τα χέρια και το στόμα του, δεν ήταν αυτό, ήταν που ήθελε να γίνει ένα μικρό ζώο που έψαχνε το άλλο, το μοναδικό, και ζητούσε να μπεί μαζί του σε μια σφαίρα γυάλινη κι εκεί θα ταξίδευαν πετώντας μακριά από την πληγή, μακριά από την πληγή, τον πόνο, τον πόνο.
Αυτή η διαυγής τοποθεσία που λέγεται πόνος, την ήξερε την πληγή αυτή καλά και η Άννα, γι αυτό τον κοιτούσε με τόση ένταση τώρα και προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβει, τι μεσολάβησε σε κείνη την μεγάλη στιγμή της συνάντησης των δυό τους...
Ναι, τώρα έβλεπε εκτός από το κενό στα μάτια του κάτι άλλο, ήταν τρόμος, ήταν αυτό που προσπαθούσε να ξεριζώσει τις νύχτες με τα δόντια της, 'ηταν αυτός ο τρόμος της παιδικής της ηλικίας, όταν ερχόταν ο πατέρας της στο κρεβάτι της, αυτή έκανε πως κοιμάται, κι αυτός άπλωνε τα χέρια του κάτω από τα σεντόνια και την πασπάτευε, αυτή έκανε πως κοιμάται, κι αυτός ο δήθεν ύπνος ήταν η πρώτη σιχασιά που ένιωσε για τον κόσμο, η πρώτη ξεφτίλα.
Κι ας ήταν μόλις έξι χρονών, τα παιδιά όλα τα καταλαβαίνουν, όλα τα διαισθάνονται.
Τουλάχιστον αυτή την ξεφτίλα προσπάθησε να την ζήσει χωρίς ενοχές.
Να την γλεντήσει, ναι, αυτό προσπαθούσε, να την γλεντήσει, να χορέψει γύρω της...
Στο πεζοδρόμιο ήταν λίγα χρόνια, μόλις δύο, παράλληλα είχε ένα μυαλό που της ζητούσε να ξεφύγει και σπούδαζε.
Αυτή πάλι ήθελε να γίνει δικηγόρος, αυτό ήθελε παιδί, ήθελε να μπορεί μια μέρα να δικάσει την αδικία, να την πληρώσει με ένα γερό χαστούκι.
Αλλά της άρεσε ο κίνδυνος, η έκθεση στον κίνδυνο, της άρεσε να αφήνεται, να παρασύρεται να διασυρθεί, να πέσει στα πατώματα, να χάνει τον έλεγχο, δεν ήθελε αυτοέλεγχο, τον είχε καταραστεί από τότε που έκανε πως κοιμάται, από τότε που ο πατέρας την πασπάτευε και αυτή έκανε πως κοιμάται πιστεύοντας πως έτσι ελέγχει μια τόσο παράλογη κατάσταση, μια τόσο αρρωστημένη κατάσταση...
.........................
Ο Πάνος κοίταξε έξω από το τζάμι. Συνέχισε να πίνει, είχε αρχίσει να πονάει το κεφάλι του, έτσι κατάλαβε πως θα έκανε άσχημο μεθύσι αν συνέχιζε, όμως συνέχισε.
Η Άννα τον πλησίασε τυλίγοντας γύρω της μια κουβέρτα από αυτές που τις χρησιμοποιούν να ζεσταθούν στον καναπέ.
(Συγνώμη, δεν μπόρεσα)... είπε αυτός απολογητικά και λίγο ψυχρά.
(Συγνώμη που δεν μπορέσαμε...αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε), είπε εκείνη και ήρθε πιό κοντά του ανατριχιάζοντας καθώς τον μύρισε...
(Σημαίνει αυτό που σου είπα από την αρχή, να πιούμε και να κουβεντιάσουμε, μάλλον δεν  είμαι ικανός για τίποτε άλλο)..
( Ο έρωτας γίνεται με όλους τους τρόπους, με τα δάχτυλα, το στόμα, δεν είναι απαραίτητο να)...
(Δεν είναι απαραίτητος ο πούτσος, αυτό θες να πείς; Κι εγώ που νόμιζα πως με αυτόν γίνεται, εκτός κι αν είσαι σε αναπηρικό καροτσάκι, εκτός κι αν είσαι αρρωστος), είπε διακόπτοντας την.
(Σε παρακαλώ, μην μιλάς έτσι, δεν σου ταιριάζει, ξέρεις τι θέλω να πω)...
(¨Ακου Άννα, μείνε μαζί μου να πιούμε, βέβαια έχω αρχίσει να μεθάω, δεν ξέρω αν είμαι καλή παρέα μετά, ίσως καλύτερα να σε πληρώσω και να φύγεις, ναι, αυτό είναι καλύτερο, να φύγεις)...
(Δεν θέλω να φύγω, κάτι με σπρώχνει σε σένα, κάτι με τραβάει δεν μπορώ να καταλάβω τι, αλλά κάτι υπάρχει που με κολλάει πάνω σου)....
(Μαλακίες ΄΄Αννα, τίποτε δεν υπάρχει, απλά σου έχει κάνει εντύπωση που μεταξύ μας δεν συνέβησαν τα πράγματα όπως συνηθίζεται να γίνονται σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό είναι και τίποτε άλλο...Εγώ έχω πολλά προβλήματα, μην ασχολείσαι μαζί μου, είμαι όλος ένα πρόβλημα)..
(Θέλω να ασχοληθώ με αυτό το πρόβλημα όπως λες)...
( Μην χάνεις τον χρόνο σου, αν συνηθίζεις να ασχολείσαι με προβληματικούς, καιρός να το κόψεις, αυτό θα σου φάει την ψυχή σιγά σιγά, είσαι πολύ ωραίο κορίτσι, είναι κρίμα να γεράσεις πριν την ώρα σου, σε παρακαλώ να φύγεις)...
( Θα μείνω, θα σε βάλω για ύπνο και θα φύγω)...είπε και τον άγγιξε στο κεφάλι, του χάιδεψε τα σχεδόν γκρίζα πυκνά ακατάστατα μαλλιά.
(Πεινάς για έρωτα καημένο, πεινάς, σε ακούω, δεν είμαι εγώ αυτός που θα ταίσει)...
(Κι εσύ πεινάς, κι εσύ, πεινάς και για κάτι άλλο)...
(Για τι; Πες μου, έχει ενδιαφέρον).
(Θές να αγαπηθείς, φοβάσαι όμως, φοβάσαι πως αν αφεθείς θα σε κατασπαράξει ο εαυτός σου, φοβάσαι γιατί τότε δεν θα χεις λόγους να αυτοκαταστρέφεσαι, τότε θα ξεχάσεις)...
Αυτά που είπε τα είπε εντελώς αυτόματα, σαν να της υπέβαλλε κάποιος τις λέξεις, τα είπε κι ύστερα κατάλαβε την σημασία των λέξεων, μετά κατάλαβε γιατί απόστρεψε το βλέμμα του από πάνω της...
Και σαν αστραπή πέρασε από μπροστά της μια σκέψη,
σαν αστραπή πέρασε από μπροστά της η σκέψη πως αυτοί οι δυό ήταν ίδιοι..
Αυτό την πάγωσε, αυτό δεν της είχε τύχει ποτέ ξανά.. Κάποια σύμπτωση της μοίρας τους έφερε να συναντηθούν, πέρασε την ίδια ώρα ο Πάνος από μπροστά της την ίδια ώρα που η ίδια ήταν εκεί, κι ομως, πρίν λίγα λεπτά ήθελε να φύγει, το θυμόταν τώρα, ήθελε να φύγει, βαριόταν , έκανε ψωφόκρυο, κι όμως, έμεινε εκεί γιατί κάποιος της έλεγε να μείνει...
ΤΑΥΤΌΧΡΟΝΑ ΜΙΣΟΎΣΕ τις μελό ιστορίες, ήταν αρκετά λογική, ψυχρά λογική, ήξερε πως αυτές οι σκέψεις,ήταν μόνο σκέψεις, δεν είχαν απόδειξη για την ορθότητα τους, ήξερε όμως και το διαβολεμένο της ένστικτο, ήξερε πως σπάνια έπεφτε έξω...
Στο μεταξύ το χιόνι ήταν μια λευκή κουρτίνα έξω και κάλυπτε τα πάντα..
Κι ο Πάνος δεν είχε καν καταλάβει πως είχε περάσει αρκετή ώρα και δεν είχε βάλει μουσική....
Άκουγε τον απόηχο των λέξεων της μαζί με τον ήχο των ξύλων που καίγονταν στο τζάκι...
Για λίγο ξέχασε τον τρόμο...


(Συνεχίζεται)...
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου