Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Ο χορός στο κουκούλι ( Μέρος Τρίτο)

Η Άννα έπινε και το χιόνι σκέπαζε την πόλη.
Ο Πάνος άναψε το τζάκι, ήπιε γερές τζούρες ιρλανδέζικο και έβαλε τον άλλο αγαπημένο του, Mozart, Reguiem  να μπεί ανάμεσα σε κείνον και την κοπέλα.
Και στην φωτιά που φώτιζε περίεργα τα πρόσωπα τους, ο Πάνος είχε σβήσει τα περισσότερα φώτα της οροφής και τώρα φώτιζε το δωμάτιο ένα φωτιστικό δαπέδου και κείνο του τζακιού, και στις σκέψεις τους τις κρυφές μπήκε το Reguiem  και η Άννα αναρωτιόταν τι βίτσιο μπορεί να χε αυτός ο άνθρωπος και πότε τέλος πάντων θα το έδειχνε.
<<Μαζοχιστής είναι, σαδιστής είναι, αδελφή είναι, νεκρομανής είναι, τι στο διάβολο είναι>>, αναρωτιόταν.
Τα μάτια της έπεσαν στον απέναντι τοίχο, όλος κλεισμένος από μια βιβλιοθήκη, μια βαριά γεμάτη βιβλιοθήκη από μαύρο ξύλο. Τα βιβλία ήταν ταξινομημένα σύμφωνα με το είδος τους, διαπίστωσε καθώς σηκώθηκε να τα δει.
(Αγαπάς τα βιβλία Άννα); Την ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον.
(Ναι, πολύ, μην μπλέκεις την δουλειά μου με την αισθητική μου περί ζωής)....Απάντησε με ένα ύφος κάπως πειραγμένο.
(Αισθητική περί ζωής...μμμμμ..., πολύ ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον...), είπε αυτός και δυνάμωσε με το κοντρόλ την ένταση.
(Έχεις σκεφτεί άραγε, η αισθητική μας άποψη μας καταδικάζει ή καταδικάζει τους άλλους; Αυτή η αισθητική άποψη έχει να κάνει με την ηθική μας ή την ανηθικότητα); Την κοιτούσε κατάματα, οι λάμψεις της φωτιάς έκαναν πιό άγρια τα μάτια της, οι αντανακλάσεις της έκαναν πιό κόκκινα τα μαλλιά της, το μαύρο της φουστάνι τώρα είχε σηκωθεί αρκετά, καθόταν με τα πόδια σταυρωτά κι ήταν σαν μια γυναίκα που φλέγεται. Τον κοιτούσε με απορία.
(Δεν ξέρω τι θέλεις να πείς, γιατί δηλαδή να καταδικάζει; Θα μπορούσε απλά να μοιράζεται)...Είπε και συνέχισε να τον κοιτά με απορία.
(Πιές), της είπε απότομα.
(Πίνω, δεν μπορώ να πίνω γρήγορα).
(Δικό σου πρόβλημα, γι αυτό σε πληρώνω, για να πιείς)...
(Ξέρεις πρέπει να πάρω ένα τηλέφωνο αν θα καθήσω όλη την νύχτα εδώ).
(Πάρε, κάνε ότι θες, θα μείνεις μαζί μου ώσπου να ξημερώσει για τα καλά, πες στον προστάτη σου, πες του μην ανησυχεί, σήμερα ψώνισες κελεπούρι, αυτό να του πείς)...τα τελευταία του λόγια ήταν σαν πληγές, η χροιά τους ήταν μια πληγή κακοφορμισμένη...
Η κοπέλα σηκώθηκε, πήρε το κινητό από την τσάντα της και μίλησε για λίγο, αυτός δεν την άκουγε, θυμόταν την παλιά Άννα, την δική του, που να ταν τώρα, θα χε σίγουρα παιδιά, ίσως ένα σπίτι με κήπο, ίσως κι έναν σκύλο, ίσως και να...τον θυμόταν που και που όπως αυτός...
Όταν τέλειωσε το τηλεφώνημα της έβαλε κι άλλο ποτό.
(Πιές, μην με δουλεύεις σε παρακαλώ, πιες, α, τι λέγαμε; περί αισθητικής, μα αν η δική σου αισθητική με ενοχλεί πως να μοιραστώ μαζί σου την δική μου, δεν μου είπες πως θα γίνει αυτό).
Η ομιλία του είχε αρχίσει να σπάει σε κομμάτια, κάπου κάπου κόμπιαζε, πάντως δεν την έχανε από το βλέμμα του.
(Δεν ξέρω, τι να σου πω, με κουράζουν αυτές οι κουβέντες τέτοια ώρα)...
(Τι έχει η ώρα); κοίταξε το ρολόι του, ( είναι μόλις δώδεκα, μόλις δώδεκα. Τι συμβαίνει Άννα; Δεν σε ενδιαφέρει να μιλάμε; Θέλεις μόνο να σε γαμάνε; Αυτό θέλεις);
Τον κοίταξε σαν ύαινα. (Δικός μου λογαριασμός τι θέλω, πες μου εσύ τι θες από μένα, να τελειώνουμε). Ήπιε γερή δόση τώρα από το ποτήρι της...
(Σήκω λοιπόν και γδύσου, αυτό θέλω, βγάλε τα ρούχα σου και στάσου μπροστά στο τζάκι).
Επιτέλους, σκέφτηκε εκείνη, κάπου θα τελειώσουμε.
Έβγαλε πρώτα το φουστάνι της, το πέταξε στην πολυθρόνα.
(¨Οχχι έτσι, θα με κοιτάς στα μάτια και θα γδύνεσαι σιγά σιγά),  της είπε και χαμήλωσε την ένταση της μουσικής.
Τον κοίταζε.
Έβγαλε το σουτιέν, το καλσόν, μετά το σλίπ της, στο τέλος πέταξε κάτω τα παπούτσια της.
Στάθηκε μπροστά στην φωτιά. Τον κοίταζε.
Τα στήθια της ήταν στητά, εφηβικά, ροζ ρόγες ολοστρόγγυλες και βελούδινες.
Η μέση λεπτή, οι μηροί ακτινοβολούσαν σφρίγος και οι γραμμές τους ήταν υπερβολικά ωραίες.
Τα χέρια της οπλισμένα με μακριά δάχτυλα έφταναν στην αρχή των μηρών της.
Φορούσε κόκκινο σκούρο κραγιόν, τα μάτια της έμοιαζαν σαν πυγολαμπίδες λεύτερες στο δωμάτιο.
Έμοιαζε με ένα μικρό κόκκινο κουτί με χίλιες αφές και χίλιες γεύσεις και χίλια μυστικά.
Δεν ήταν χύμα, αυτό τον ερέθιζε αρκετά, δεν ήταν χύμα, τον κοιτούσε ευθεία στα μάτια αλλά κρατούσε μια ντροπαλοσύνη για τον εαυτό της, και μια περηφάνεια. Δεν είχε την γνωστή αλλαζονία της φτήνιας...
(Έλα κοντά μου), είπε και ξαναγέμισε το ποτήρι του.
Τον πλησίασε, ίσως το βήμα της να ταν σαν τον θόρυβο της νιφάδας που πεφτε έξω, αέρινη ήταν και κόκκινη από την φωτιά.
Έπιασε τα στήθια της, βελούδινα και ζεστά, τα χάιδεψε απαλά, πέρασε τα νύχια του γύρω από τις ρόγες, η κοπέλα άφησε έναν απαλό στεναγμό,μόλις την άκουσε τα πίεσε στα χέρια του πονώντας την.
Τα πίεζε και τα ένιωθε να σκληραίνουν στα χέρια του. Οι ρόζοι στα δάχτυλα του άνοιγαν σαν ξυράφια. Τα δάγκωσε. Η κοπέλα φώναξε, έκανε πίσω.
(Πονάω), είπε και δάγκωσε τα χείλια της.
( Μα τι συμβαίνει, εσύ είπες πως η αισθητική μοιράζεται, εμένα η αισθητική μου είναι ενός αγριμιού αυτή την στιγμή, εσύ λες πως πονάς, τι να κάνουμε μικρό μου, όλα τα πράγματα έχουν να κάνουν με αυτήν την γαμημένη αισθητική, αυτή η αισθητική τα μπερδεύει όλα, άλλοτε γλυκά, άλλοτε βάρβαρα.
Έτσι κυλάει η ζωή, σαν κυλιόμενες πέτρες, ξέρεις, ξέρεις σαν τα τραγούδια, σαν τους έρωτες..)
Την έφερε κοντά του, αγκάλιασε την μέση της, χάιδεψε την πλάτη της, τους γλουτούς της, μύριζε το άρωμα από το σαπούνι και ευχαριστιόταν το μέσα του.
Η αφή της, η μυρωδιά της, τα μάτια της, τόσο μικροσκοπική κι ανυπεράσπιστη..
(Πιες), της είπε πάλι.
Την έβαλε να καθίσει στα πόδια του.
Ήταν φανερό πως το αλκοόλ είχε αρχίσει να τον απλώνει, να τον βγάζει από τον λαβύρινθο που έκρυβε τον δικό του πληγωμένο Μινώταυρο..
Την χάιδεψε ανάμεσα στα πόδια της, την άκουσε να αφήνει ένα βογγητό.
(Δεν θέλω να προσποιείσαι, θέλω να είσαι αληθινή, δεν είμαι μαλάκας να μην σκέφτομαι πως θα μπορούσα να είμαι πατέρας σου, πως δεν με γουστάρεις, άκουσες; Αν καταλάβω πως είσαι ψεύτρα θα φύγεις από εδώ κακήν κακώς)....
(Όχι, θα είμαι αληθινή), είπε και κατάπιε γρήγορα και νευρικά το σάλιο της. Κάτι άρχισε να της αρέσει σε αυτόν τον άντρα, κάτι έμοιαζε να μιλάει στο μέσα της.
Έβαλε το κεφάλι του στον λαιμό της, την μύρισε βαθιά. Φίλησε τα στήθια της μαλακά και αργά.
(Οι γυναίκες μικρή μου, περνούν την ζωή τους μέσα στο βίτσιο. Μαθαίνουν από νωρίς να προσποιούνται στην ηδονή, μαθαίνουν να παίρνουν ένα ρόλο που τους καταστρέφει το φύλο, τους εκφυλίζει, τις διαβρώνει, τις κάνει να συνηθίζουν στην προσποίηση της ηδονής, τις κάνει σαν τις κούκλες τις φουσκωτές.
Κι ενώ εμείς οι ηλίθιοι χύνουμε παχιές άσπρες κλωστές νομίζουμε πως τις ικανοποιήσαμε, πως τις μάθαμε, πως τις γευτήκαμε)...
(Έτσι είναι), είπε η Άννα κι άρχισε να αφήνεται στα χέρια του όχι πια σαν πελάτη, αλλά σαν άντρα, αυτός ο άντρας ήταν ακόμη μια ευκαιρία να γευτεί όλη την άγνωστη γοητευτική ζωή...

( Συνεχίζεται)....

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου