Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014


Στο Μπραχάμι, έξω από τα σπίτια ήταν χωματόδρομοι, όταν έβρεχε, το χώμα έμπαινε στις αυλές. Η τουαλέτα ήταν έξω από το σπίτι, μια κουρτίνα έκρυβε την τρύπα , όλη η τουαλέτα ήταν μια γαμημένη τρύπα. Η Αντιγόνη έπαιζε με δανεικές κούκλες στην αυλή, μέχρι την ώρα που ο κυρ-Παντελής θα εμφανιζόταν με το τρίκυκλο. Έμπαινε στην καλαθούνα και αφηνόταν στο φύσημα του αέρα. Έκαναν μια μεγάλη βόλτα και έπειτα ο ΚΥρ-Παντελής έπιανε να της λέει ιστορίες. Μεγάλες ιστορίες, ικανές να την κάνουν να ξεχνά την τρύπα της τουαλέτας. Πολλές φορές σκεφτόταν πως θα την ρουφούσε μέσα της εκείνη η γαμημένη τρύπα. Στεκόταν από πάνω της και της έβγαζε την γλώσσα προσπαθώντας να νικήσει τον φόβο της. Εκεί, γύρω στα πέντε , κατάλαβε πως ο φόβος είναι μια ρουφήχτρα.. Η μητέρα έλειπε όλη μέρα, έπρεπε να δουλέψει για να μπορέσουν μια μέρα να φύγουν από εκείνη την φρικτή τρύπα της τουαλέτας. Η Αντιγόνη, μεγάλωνε μόνη της. Είχε φίλους και φίλες αλλά πιο καλά τα πήγαινε με τις κούκλες της και τα αγόρια. Έπαιζε θέατρο στα αγόρια με τις κούκλες και αυτά αντί να βαριούνται άφηναν την αυτοσχέδια μπάλα και την άκουγαν ώρες ατέλειωτες. Επινοούσε ιστορίες για να κρατά το ενδιαφέρον τους, ελλείψει αγοριών έρχονταν και τα κορίτσια στην παρέα και το αυτοσχέδιο κοινό μεγάλωνε. Η Αντιγόνη είχε μνήμη δυνατή, θυμόταν όταν κοντά στα τρία της χρόνια η μητέρα της μπήκε στο νοσοκομείο. Ήρθαν οι θείες της και την πήραν, ήταν τόση η βιάση και η αγωνία που την ξέχασαν στην κούνια. Έφτασε το απόγευμα πια, όταν η μητέρα της, συνήλθε και την αναζήτησε. Οι θείες κοιτάχτηκαν έντρομες. Έτρεξαν στο σπίτι περιμένοντας να έχει ξεσηκώσει το παιδί την γειτονιά στο πόδι. Αντί γι αυτό η Αντιγόνη είχε κατέβει από την κούνια, είχε βρει ένα πακέτο χαρτοπετσέτες και τις είχε κάνει στριφτά κομματάκια. Κομματάκια απλωμένα παντού να παίρνουν τον φόβο και τον πόνο της μοναξιάς. Στριμμένα κομπιασμένα χαρτάκια. Απλωμένα στο δωμάτιο. Στο θέαμα αυτό η μια από τις θείες ξέσπασε σε κλάματα. Η Αντιγόνη σαν ερχόταν η νύχτα κοίταζε έξω από το παράθυρο τα άστρα. Μπορούσε να απλωθεί στον ουρανό. Κι αυτό την γέμιζε. Μόνο μια μέρα ξεχάστηκε, κοίταξε την τρύπα στην τουαλέτα και είδε ένα τέρας κατάμαυρο να βγαίνει από αυτήν και να προσπαθεί να την πάρει μαζί του. Μόνο τότε βγήκε τρέχοντας στην αυλή και άρχισε να κλαίει δυνατά. Τα παιδιά είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους. Αυτή, πολλές φορές έβαζε ένα σημάδι στο μυαλό της, άνοιγε την πόρτα της αυλής και έβγαινε έξω, περπατούσε γύρω από τα τετράγωνα και γέμιζε σκόνη από το χώμα. Και λυπόταν τα παιδιά που ήταν κλεισμένα μέσα.. Και χαιρόταν που πάντα έβρισκε τον δρόμο.. Εκείνο το γκρίζο απόγευμα που έκλαιγε στην αυλή φοβισμένη και μόνη την άκουσε ο κυρ-Παντελής. Ήρθε και την αγκάλιασε, την πήρε στο σπίτι του και έβαλε στο πικ-απ έναν δίσκο. Τέτοια μάτια Αντιγονούλα μου δεν κάνει να κλαίνε, κι άκου με εμένα, τέρατα δεν υπάρχουν, τα φτιάχνουμε εμείς όταν νιώθουμε μόνοι πότε πότε. Κι όταν πονάμε. Το παιδί περίπου κατάλαβε. Τον είδε να βάζει κρασί στο ποτήρι του και άρχισε να τρώει λίγη σοκολάτα που της έδωσε. Μπήκε στο τραγούδι και το φχαριστήθηκε. Πολύ το φχαριστήθηκε. Ήταν πέντε χρονών. Τώρα πια μεγάλη και μητέρα θυμάται ακόμη εκείνο το τραγούδι και το τρίκυκλο. Μα θυμάται και την γαμημένη την τρύπα. Πάντα υπάρχει μια γαμημένη τρύπα..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου