Έξω στο μπαλκόνι, ένας σκύλος ,τις υγρές νύχτες φωνάζει,
αποκλεισμένος από αυτά που συντελούνται εκτός του,
προτιμά να σουλατσάρει αδέσποτος,
κάποιες φορές ,το στόμα του βγάζει ατόφιες αλήθειες αδαμάντινες
πράγμα που σαφώς ενοχλεί αυτούς που τον απέκλεισαν,
φεύγει τότε από το έρημο μπαλκόνι
σέρνει στην ουρά του κουδουνάκια και χρώματα,
πηγαίνουν ξοπίσω του παιδιά, τρελοί , σοφοί και ποιητές.
Θίασος μεγάλος από κείνους που ευεργέτησαν την ανθρωπότητα
και χαρούμενος αρκετά,
ώσπου να πέσει η αυλαία των άσχημων πράξεων
αυτοί απόντες ήταν,
άρχισαν τότε οι άλλοι να τους βρίζουν και να τους λογοκρίνουν
την απουσία τους,
πως τάχα η απουσία φέρει χτυπήματα άθλια στην παρουσία,
μα ποιά παρουσία δεν εδήλωσαν ποτέ πως χρειάζονταν ,εκτός
μιας πολεμικής κραυγής,
μιας σκοτεινής πράξης στα ανθρώπινα, μιας σαθρότητας,
μιας πλήρους ανυπαρξίας τελικά...
Κι από όλα τα κοινά μονάχα οι κοινές γυναίκες έγιναν μέρος των κοινών...
Κι άρχισε ο σκύλος να φωνάζει και τις υγρές ημέρες πια,
τον άκουσα μια τέτοια ημέρα κι εγώ,
άρπαξα το λυπημένο του χαμόγελο
κι άρχισα να τριγυρνώ σαν αδέσποτος περιμένοντας να ακούσω
εκείνο τον θίασο,
στην πρώτη στροφή του δρόμου δεν ξαφνιάστηκα
καθώς άκουσα τους πρώτους ήχους τους χαρούμενους
κι ανθρώπινους όπως ποτέ άλλοτε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου