Μιλούσες πολύ, οι λέξεις σου, κομμάτια με μελάνι κόκκινο , χάραζαν έναν κύκλο στο πάτωμα,
πράγμα απογοητευτικό, γιατί τον ήξερα καλά, ήξερα την διαδρομή και την κατάληξη του.
Μιλούσα πολύ, ήταν που ήθελα να κρύψω το πεινασμένο ζώο που φωλιάζει μέσα μου, σου έγνεφε κι εσύ δεν το έβλεπες.
Σκέφτηκα πως μας χώριζαν οι λέξεις και η όραση,
όταν σκέφτηκα πως υπάρχουν εκείνα που μας ενώνουν, αισθάνθηκα κουρασμένη να τα ψάξω.
Δεν υπήρχε λόγος,
η ζούγκλα της πόλης μοιάζει ανίκητη, ανίκητη κι η θέληση μου να τρέξω επάνω της και να χυθώ στην λάβα της.
Όταν έφυγα από κοντά σου, θυμήθηκα γιατί εκείνους τους ποιητές τους είπαν καταραμένους,
από κάτι υπέφεραν που ζητά την πλήρη εξύψωση μετά από αιματώδεις διαδρομές υπόγειες..
Κι αναθάρρησα..
{Απόσταση}
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου