Της είπε, είσαι σαν μια φοβισμένη γαρδένια κι έβαλε τα χέρια του γύρω από την μέση της
Του είπε, μοιάζεις σαν τον αετό που σκέφτεται την πτήση του πως θα κάνει,
κι άπλωσε μουδιασμένα φτερά στο μέρος της καρδιάς του
Άρχισε ο κόσμος να ανοίγει πάλι τα μάτια του σαν νυσταγμένος.
Οι δρόμοι γύρω τους σπειροειδείς όπως κρέμεται η ιστορία,
καμμιά φορά η ιστορία κρέμεται στα περίπτερα ή μέσα σε λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, πικρά σανατόρια και γραφεία οβάλ,
ενώ ο κύκλος πάντα εκεί με κιμωλία και αίμα
Της είπε, ζωγράφισε με οταν φύγω και δεν θα με έχεις μπροστά στα μάτια σου
Δώσε μου εσύ το πινέλο, απάντησε αυτή και κράτησε πως καμμιά απάντηση δεν δόθηκε
Ο κύκλος είναι ένας χορός αρχαίος,
υπάρχουν αυτοί που δίνουν απαντήσεις κι αυτοί που κάνουν μόνο ερωτήσεις,
αυτοί που ξέρουν να παίρνουν και αυτοί που δίνουν απλόχερα
Κλώτσησε αυτή τον δρόμο κι άρχισαν να ρέουν χρώματα,
άλλα εκτυφλωτικά κι άλλα χλωμά σαν ετοιμοθάνατα, τα είδε αυτός και την σήκωσε στα χέρια
Με μεθάς κι ας είσαι μια φοβισμένη γαρδένια
Την έκανε ένα γύρο, αναμετρήθηκαν ο φόβος του έρωτα και του θανάτου
Καυτό αυτό και δύσκολο μα μέσα στον κύκλο τον αιώνιο,
έψαχνε τις κουκίδες στα μάτια του,
γραμμές από πιπέρι και λύπη, αν μπορούσε θα τις σκόρπιζε λεύτερες να φανούν
να γίνουν σαν κεντρί από μέλισσες να μπουν μέσα της βαθιά, πίσω από το κέντρο του λόγου, πίσω από τα δωμάτια της μνήμης.
Θέλω να αλλάξω την μνήμη μου για μια ημέρα, να ντυθώ την δικιά σου, του είπε
κι αυτός λίγο σάστισε και την άφησε μαλακά κάτω
Σε φοβάμαι τώρα, είπε μαλακά αφήνοντας μια ανάσα χαρμολύπης
Θέλω εκείνο το μεγάλο παράθυρο που ξεκουράζεται το Αιγαίο, αυτό θέλω
Εγώ χρειάζομαι πάντα μια πόρτα ανοιχτή να ξέρω πως μπορώ να φύγω, απάντησε και έπιασε να την κοιτά με άλλο πια μάτι, αρκετά πιό ζεστό και φιλόξενο, σαν σπίτι με πολλά πατώματα της φάνηκε
Νόμιζε πως θα άκουγε την παλιά του σκάλα να πληγώνεται από τα βήματα που θα χάραζαν στα σκαλοπάτια του
Παράξενα πλάσματα που είμαστε οι άνθρωποι του είπε με χαμόγελο κόκκινο
Έλαμπε στο μεταξύ η ημέρα με έναν ήλιο κρεμασμένο στον ουρανό
Τους ζέσταινε και τους πλήγωνε από το φως
Θέλω να ζήσω και ζω,, πάντα, όπως οι ήρωες που είναι εύθραστοι σαν ένα γυάλινο ποτήρι, αν το σφίξεις κομμάτια θα γίνουν τα χέρια σου και τα μάτια σου
Ακόμη κι αυτοί οι ήρωες που παραφερονται από τον εγωισμό τους και τις εμμονές τους γυαλάκια είναι
Δύσκολο να ζεις έτσι, είπε αυτός σκεφτικός, κι εγώ έτσι ζω και βαθιά το ξέρω
Κάτι υπόγειο τότε τους τύλιξε, σαν φλόγα μπλε, σαν κύμα ωστικό τους πέταξε και βρέθηκαν πιο κοντά ο ένας στον άλλο
Με μεθάς, είπε ο άντρας, είσαι σαν μια φοβισμένη γαρδένια κι άφησε την μνήμη του λέυτερη να την ντυθεί η γυναίκα... ( άσκηση σε διάολογο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου