Έβαζε μουσική σε ένα όμορφο μπαρ, από αυτά που οι ανάσες και ο καπνός δεν στριμώχνουν τους ανθρώπους κάνοντας τους χυδαία διαχυτικούς.
Διάλεγε την μουσική της Ν.Ορλεάνης, ξέρεις εσύ, αυτή που παράξενα ηχεί στο στέρνο κι έρχεται συνέχεια στα μάτια με εικόνες ατέλειωτες.
Ένα ευγενικό χαμόγελο στόλιζε το στόμα του. Τα μακριά του μαλλιά στιλπνά και καλογυαλισμένα. Την κοιτούσε και λάμψεις φωτός σκόρπ...ιζαν στον αέρα ανακατεμένες με καπνό και σκέψεις με νότες γυαλισμένου σαξόφωνου.
Υπάρχουν άντρες που δεν χρειάζονται καμμιά προπάθεια να δείξουν πως είναι άντρες. Το ίδιο φυσικά και με τις γυναίκες, όμως καμμιά φορά οι λεπτομέρειες αλλοιώνουν την αλήθεια...
Εκείνη σταύρωσε τα πόδια της προσέχοντας το φουστάνι της.
Τον είδε απέναντι της να διασχίζει την κίνηση της με τα μάτια του, κάποιος τότε δίπλα της άρχισε να της μιλά. Ήταν ο ίδιος που της μίλησε πριν μέρες.
Μίλησαν για λίγη ώρα.
Ο άντρας με τα μακριά μαλλιά είχε ένα τριμμένο βελούδο στα μάτια, πόσος καιρός, σκέφτηκε εκείνη , πέρασε ,που είχα να ζήσω αυτήν την αίσθηση, από κείνο το καλοκαίρι...
Μα κι ο άντρας καθώς μάζευε τα ποτήρια το ίδιο σκεπτόταν.
Μπορεί να μην το ήξεραν αλλά έκαναν την ίδια σκέψη, αυτή η σκέψη φαινόταν στον τρόπο που χάιδευαν κι έμπλεκαν τα μάτια τους.
Όταν έφυγαν όλοι, βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Καθώς άλλαζαν φιλιά, η Άνοιξη περνούσε έξω από τα μεγάλα τζάμια.
Η τρομπέτα γονάτιζε στα χέρια τους
κάνοντας τα πιό δυναμικά.
(Μην φύγεις πάλι απότομα), της είπε καθώς διέλυε τις αντιστάσεις του στο στόμα της.
Ο έρωτας τώρα καθόταν στην μπάρα αόρατος, ψηλός και ντυμμένος σαν δανδής, σαν αυτούς τους καταραμένους ποιητές που σεργιάνιζαν δίπλα στο γαλλικό ποτάμι, μπλέκοντας την αγωνία της ζωής σε λέξεις.
Την έσφιξε πάνω του με τρυφερότητα, της έδειχνε πόσο την ήθελε, πόσες ημέρες την είχε σκεφτεί, πόσες ημέρες κοιτούσε την πόρτα να ανοίγει χωρίς να μπαίνει μέσα εκείνη.
(Μυρίζει τόσο όμορφα ο τρόπος που με φιλάς), του είπε με το κεφάλι της στον ώμο του.
(Είναι σχεδόν Άνοιξη, αλλά αυτό δεν με ενδιαφέρει, αυτό που με καίει είναι να ρθείς στο σπίτι μου τώρα), της είπε δυνατά.
(Θα ρθω, να σε βοηθήσω λίγο να μαζέψεις); τον ρώτησε και ακτίνες έντασης περνούσαν το κρανίο της άτακτες κι έντονες.
(Φυσικά όχι), απάντησε και όρμησαν έξω.
Σβησμένες μυρουδιές από τα δέντρα της πόλης μαζί με ένα μουντό αντιφέγγισμα στον ουρανό.
Η επιθυμία να τρυπά το κρανίο σε κομμάτια.
Τα κομμάτια κύματα που περνούσαν την κοιλιά κι έκοβαν τα γόνατα στα δυό.
Εκείνη την στιγμή πριν ξημερώσει η νέα ημέρα έμοιαζαν σαν δυό ανθρώπους στην έρημο. Η έρημος τους ένωνε καθώς ένα πουλί κόκκινο με κυματιστή ουρά διέσχιζε και τρυπούσε το μυαλό τους. Η έρημος ήταν το μυαλό τους.
Υπάρχουν άνθρωποι πολύ αισθαντικοί, όταν δεν είναι ερωτευμένοι νιώθουν πως ζουν σε μια έρημο.
(Καλό μήνα), της είπε φιλώντας την στον λαιμό. Εκείνη ένιωσε περπατώντας τις ανηφόρες της περιοχής πως ξαφνικά ήρθε ένα νησί στην πόλη..
Κι η Άνοιξη ερχόταν σαν υγρά σεντόνια πάνω τους...
Διάλεγε την μουσική της Ν.Ορλεάνης, ξέρεις εσύ, αυτή που παράξενα ηχεί στο στέρνο κι έρχεται συνέχεια στα μάτια με εικόνες ατέλειωτες.
Ένα ευγενικό χαμόγελο στόλιζε το στόμα του. Τα μακριά του μαλλιά στιλπνά και καλογυαλισμένα. Την κοιτούσε και λάμψεις φωτός σκόρπ...ιζαν στον αέρα ανακατεμένες με καπνό και σκέψεις με νότες γυαλισμένου σαξόφωνου.
Υπάρχουν άντρες που δεν χρειάζονται καμμιά προπάθεια να δείξουν πως είναι άντρες. Το ίδιο φυσικά και με τις γυναίκες, όμως καμμιά φορά οι λεπτομέρειες αλλοιώνουν την αλήθεια...
Εκείνη σταύρωσε τα πόδια της προσέχοντας το φουστάνι της.
Τον είδε απέναντι της να διασχίζει την κίνηση της με τα μάτια του, κάποιος τότε δίπλα της άρχισε να της μιλά. Ήταν ο ίδιος που της μίλησε πριν μέρες.
Μίλησαν για λίγη ώρα.
Ο άντρας με τα μακριά μαλλιά είχε ένα τριμμένο βελούδο στα μάτια, πόσος καιρός, σκέφτηκε εκείνη , πέρασε ,που είχα να ζήσω αυτήν την αίσθηση, από κείνο το καλοκαίρι...
Μα κι ο άντρας καθώς μάζευε τα ποτήρια το ίδιο σκεπτόταν.
Μπορεί να μην το ήξεραν αλλά έκαναν την ίδια σκέψη, αυτή η σκέψη φαινόταν στον τρόπο που χάιδευαν κι έμπλεκαν τα μάτια τους.
Όταν έφυγαν όλοι, βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Καθώς άλλαζαν φιλιά, η Άνοιξη περνούσε έξω από τα μεγάλα τζάμια.
Η τρομπέτα γονάτιζε στα χέρια τους
κάνοντας τα πιό δυναμικά.
(Μην φύγεις πάλι απότομα), της είπε καθώς διέλυε τις αντιστάσεις του στο στόμα της.
Ο έρωτας τώρα καθόταν στην μπάρα αόρατος, ψηλός και ντυμμένος σαν δανδής, σαν αυτούς τους καταραμένους ποιητές που σεργιάνιζαν δίπλα στο γαλλικό ποτάμι, μπλέκοντας την αγωνία της ζωής σε λέξεις.
Την έσφιξε πάνω του με τρυφερότητα, της έδειχνε πόσο την ήθελε, πόσες ημέρες την είχε σκεφτεί, πόσες ημέρες κοιτούσε την πόρτα να ανοίγει χωρίς να μπαίνει μέσα εκείνη.
(Μυρίζει τόσο όμορφα ο τρόπος που με φιλάς), του είπε με το κεφάλι της στον ώμο του.
(Είναι σχεδόν Άνοιξη, αλλά αυτό δεν με ενδιαφέρει, αυτό που με καίει είναι να ρθείς στο σπίτι μου τώρα), της είπε δυνατά.
(Θα ρθω, να σε βοηθήσω λίγο να μαζέψεις); τον ρώτησε και ακτίνες έντασης περνούσαν το κρανίο της άτακτες κι έντονες.
(Φυσικά όχι), απάντησε και όρμησαν έξω.
Σβησμένες μυρουδιές από τα δέντρα της πόλης μαζί με ένα μουντό αντιφέγγισμα στον ουρανό.
Η επιθυμία να τρυπά το κρανίο σε κομμάτια.
Τα κομμάτια κύματα που περνούσαν την κοιλιά κι έκοβαν τα γόνατα στα δυό.
Εκείνη την στιγμή πριν ξημερώσει η νέα ημέρα έμοιαζαν σαν δυό ανθρώπους στην έρημο. Η έρημος τους ένωνε καθώς ένα πουλί κόκκινο με κυματιστή ουρά διέσχιζε και τρυπούσε το μυαλό τους. Η έρημος ήταν το μυαλό τους.
Υπάρχουν άνθρωποι πολύ αισθαντικοί, όταν δεν είναι ερωτευμένοι νιώθουν πως ζουν σε μια έρημο.
(Καλό μήνα), της είπε φιλώντας την στον λαιμό. Εκείνη ένιωσε περπατώντας τις ανηφόρες της περιοχής πως ξαφνικά ήρθε ένα νησί στην πόλη..
Κι η Άνοιξη ερχόταν σαν υγρά σεντόνια πάνω τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου