Κάτω από την ενδοχώρα της πόλης, μπαλκόνια με ρούχα ριγμένα άτακτα
άνθρωποι όλων των φυλών κρεμασμένοι πάντα στα κινητά τηλέφωνα,
δεν είναι η πολυμορφία,
είναι το άτακτο αυτής της σύναξης που εμποδίζει κάποιο χαμόγελο να γύρει δίπλα σου,
στιγμές που πεινάς για ανθρώπους μα δεν μπορείς μέσα στο χάος να τους βρείς,
... να ανταμώσεις λέξεις και βλέμματα,
ασπρόμαυρη η Πατησίων κι άσχημη, άχαρη,
κούτες άστεγων περιφρουρημένες από τρέλα,
που είσαι; πως θα ρθείς;
Κι η πόλη μου ξένη κι αυτή, ξένος κι εγώ αλλά για πρώτη φορά τόσο ξένος...
Θεωρίες θηρίων δυναστεύουν το σάλιο μου,
δεν έχω να τους φτύσω,
προτιμώ έναν σαλίγκαρο να δροσίσω με την έννοια μου,
που είσαι; πως θα ρθείς;
Με φοβίζουν τα στρατόπεδα, πάντα με φόβιζαν,
όπως τότε που ήμουνα παιδί με φόβιζαν τα λιοντάρια στο τσίρκο να περνούν ανάμεσα στις φλόγες και με λυπούσαν βαθιά τα μάτια τους..
Που είσαι, πως θα ρθείς;
Ένα ατέλειωτο στρατόπεδο είναι η πόλη μου, η χώρα μου,
εκεί πίσω από τα συρματοπλέγματα σε βρίσκω και σε αφήνω,
γύρω μας θεριά ανήμερα οι άνθρωποι, αρχίζουν θεωρίες διάσωσης,
πικρό αυτό το μάθημα και άκαρπο,
σαν δέντρο καμμένο βρίσκεται ανάμεσα σε όλους μας,
που είσαι; πως θα ρθείς;
Φύλαξε μου λίγο νερό από τα μάτια σου,
το θέλω να πλένω την ντροπή μου εδώ που βρέθηκα,
πέρασε η πρώτη εποχή,
πάει κι η δεύτερη...
Η τρίτη τώρα σαν παρέλαση ξοδεύει τα όνειρα μας,
κι όμως έχω τόσα να σου πω,
τόσα να ονειρεύομαι με ανοιχτά τα μάτια,
που είσαι; μην χάνεσαι...
άνθρωποι όλων των φυλών κρεμασμένοι πάντα στα κινητά τηλέφωνα,
δεν είναι η πολυμορφία,
είναι το άτακτο αυτής της σύναξης που εμποδίζει κάποιο χαμόγελο να γύρει δίπλα σου,
στιγμές που πεινάς για ανθρώπους μα δεν μπορείς μέσα στο χάος να τους βρείς,
... να ανταμώσεις λέξεις και βλέμματα,
ασπρόμαυρη η Πατησίων κι άσχημη, άχαρη,
κούτες άστεγων περιφρουρημένες από τρέλα,
που είσαι; πως θα ρθείς;
Κι η πόλη μου ξένη κι αυτή, ξένος κι εγώ αλλά για πρώτη φορά τόσο ξένος...
Θεωρίες θηρίων δυναστεύουν το σάλιο μου,
δεν έχω να τους φτύσω,
προτιμώ έναν σαλίγκαρο να δροσίσω με την έννοια μου,
που είσαι; πως θα ρθείς;
Με φοβίζουν τα στρατόπεδα, πάντα με φόβιζαν,
όπως τότε που ήμουνα παιδί με φόβιζαν τα λιοντάρια στο τσίρκο να περνούν ανάμεσα στις φλόγες και με λυπούσαν βαθιά τα μάτια τους..
Που είσαι, πως θα ρθείς;
Ένα ατέλειωτο στρατόπεδο είναι η πόλη μου, η χώρα μου,
εκεί πίσω από τα συρματοπλέγματα σε βρίσκω και σε αφήνω,
γύρω μας θεριά ανήμερα οι άνθρωποι, αρχίζουν θεωρίες διάσωσης,
πικρό αυτό το μάθημα και άκαρπο,
σαν δέντρο καμμένο βρίσκεται ανάμεσα σε όλους μας,
που είσαι; πως θα ρθείς;
Φύλαξε μου λίγο νερό από τα μάτια σου,
το θέλω να πλένω την ντροπή μου εδώ που βρέθηκα,
πέρασε η πρώτη εποχή,
πάει κι η δεύτερη...
Η τρίτη τώρα σαν παρέλαση ξοδεύει τα όνειρα μας,
κι όμως έχω τόσα να σου πω,
τόσα να ονειρεύομαι με ανοιχτά τα μάτια,
που είσαι; μην χάνεσαι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου