έτρεχες σε κείνη την ασημόχρυση πλαγιά με τα πέπλα σου ατακτοποίητα και βαριά
σαν βροχή που στεκε στα μαύρα σύννεφα έτοιμη να ξεσπάσει
ρουφούσα πίσω από τα μαλλιά σου τα χυμένα στους ώμους σαν αμνοί έτοιμοι
προς ξεθεμελίωση
Μαρμαρένιες προκυμαίες υποδέχτηκαν το άγριο κυνηγητό μας
... χαμένοι είμασταν στα δέντρα και στα θυμάρια που ατρόμητα παρατηρούσαν
Μαύρα πουλιά χλιμίντριζαν στο θέαμα
κι εσύ που στάθηκες ένας πικρός γονιός μα πρώτα από όλα πικρή ύπαρξη κοιτούσες
Μετρούσες τις σκοτεινές πράξεις, τις κινήσεις της νύχτας
καθώς κατέβαιναν στρατιές βαρβαρικές από την βουνοκορφή
σε κύκλωναν, πάντα σε κύκλωναν χωρίς πολλά πολλά λόγια
Κι εσύ πάντοτε ωραία, μοιραία για όσους βαθιά σε αγάπησαν
μοιραία κι εσύ γονατισμένη πάνω από πληγές εκατόμβες
Ο εχθρός είναι δίχως φύλο
το δέντρο πάντα έχει καρπούς για αυτό κυνηγιέται,
με λόγια,
με όπλα,
με συμβόλαια θανάτου πληρωμένα,
μεγαλύτερος εχθρός το αδέλφι σου,
μα κοίταξες καθαρά έναν άλλο που κι αυτός αδελφός σου ήταν,
θέλησε να σε φυλάξει φωνάζοντας στο μέρος σου
(πρόσεχε),
όμως στάθηκε αργά γιατί έτρεχε από τον λαιμό του μια τρύπα,
λίμνη το αίμα και δεν άφηνε να βγεί η μιλιά,
κι έμπλεξαν οι ρόλοι τι να σουν άραγε, αδελφός ή μητέρα;
Τα πέπλα σου σκιάχτηκαν από το θέαμα,
εδώ είναι Αττική, δεν είναι παίξε γέλα ούρλιαξες
Νταμάρια γυμνά οι σκιές
με μια πεταλούδα σαν λεπτομέρεια στα μαλλιά σου,
που είσαι σου φώναξα, δεν σε βλέπω,
κι ήταν το αίμα που έτρεχε από τα μάτια μου και με θάμπωνε
και ξέχασα κι εγώ τι ήμουν πια για σένα
Δεν μπορείς να διακρίνεις τις σκιές και πίσω τους
παλινδρόμηση φρικτή συναισθήματος,
μια λατέρνα έπαιζε κάτι παλιό και με πλήγωνε από μνήμες,
έχω μνήμη δες, ακόμη, σκέφτηκα
Κι έστεκε σαν δάσος με δάφνες η αγάπη μου για σένα
όμως ήταν αργά πια,
αργά για σένα και για μένα
Έλλη σε φώναζαν κάτι παιδιά
πριν πέσω κάτω στο έδαφος πρόλαβα κι άκουσα το όνομα σου...
σαν βροχή που στεκε στα μαύρα σύννεφα έτοιμη να ξεσπάσει
ρουφούσα πίσω από τα μαλλιά σου τα χυμένα στους ώμους σαν αμνοί έτοιμοι
προς ξεθεμελίωση
Μαρμαρένιες προκυμαίες υποδέχτηκαν το άγριο κυνηγητό μας
... χαμένοι είμασταν στα δέντρα και στα θυμάρια που ατρόμητα παρατηρούσαν
Μαύρα πουλιά χλιμίντριζαν στο θέαμα
κι εσύ που στάθηκες ένας πικρός γονιός μα πρώτα από όλα πικρή ύπαρξη κοιτούσες
Μετρούσες τις σκοτεινές πράξεις, τις κινήσεις της νύχτας
καθώς κατέβαιναν στρατιές βαρβαρικές από την βουνοκορφή
σε κύκλωναν, πάντα σε κύκλωναν χωρίς πολλά πολλά λόγια
Κι εσύ πάντοτε ωραία, μοιραία για όσους βαθιά σε αγάπησαν
μοιραία κι εσύ γονατισμένη πάνω από πληγές εκατόμβες
Ο εχθρός είναι δίχως φύλο
το δέντρο πάντα έχει καρπούς για αυτό κυνηγιέται,
με λόγια,
με όπλα,
με συμβόλαια θανάτου πληρωμένα,
μεγαλύτερος εχθρός το αδέλφι σου,
μα κοίταξες καθαρά έναν άλλο που κι αυτός αδελφός σου ήταν,
θέλησε να σε φυλάξει φωνάζοντας στο μέρος σου
(πρόσεχε),
όμως στάθηκε αργά γιατί έτρεχε από τον λαιμό του μια τρύπα,
λίμνη το αίμα και δεν άφηνε να βγεί η μιλιά,
κι έμπλεξαν οι ρόλοι τι να σουν άραγε, αδελφός ή μητέρα;
Τα πέπλα σου σκιάχτηκαν από το θέαμα,
εδώ είναι Αττική, δεν είναι παίξε γέλα ούρλιαξες
Νταμάρια γυμνά οι σκιές
με μια πεταλούδα σαν λεπτομέρεια στα μαλλιά σου,
που είσαι σου φώναξα, δεν σε βλέπω,
κι ήταν το αίμα που έτρεχε από τα μάτια μου και με θάμπωνε
και ξέχασα κι εγώ τι ήμουν πια για σένα
Δεν μπορείς να διακρίνεις τις σκιές και πίσω τους
παλινδρόμηση φρικτή συναισθήματος,
μια λατέρνα έπαιζε κάτι παλιό και με πλήγωνε από μνήμες,
έχω μνήμη δες, ακόμη, σκέφτηκα
Κι έστεκε σαν δάσος με δάφνες η αγάπη μου για σένα
όμως ήταν αργά πια,
αργά για σένα και για μένα
Έλλη σε φώναζαν κάτι παιδιά
πριν πέσω κάτω στο έδαφος πρόλαβα κι άκουσα το όνομα σου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου