Όταν πήγε στο σπίτι έβαλε ένα ποτό δυνατό και τέντωσε τα μάτια στο ταβάνι. Από εκεί και πέρα οι ώρες μεγάλωναν την απόσταση που υπήρχε μέσα του.
Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη, είχε πολύ καιρό να μας επισκεφτεί ο ήλιος, λες και συμμετείχε κι αυτός με την απουσία του στα πικρά γεγονότα της χώρας.
Πήγε λίγο πιό πριν από την συνηθισμένη ώρα. Γέροντες έπαιζαν τάβλι χτυπώντας τα πιόνια με θυμό κάθε που ο ένας ήταν πιό τυχερός στα ζάρια.
Κάθισε σε ένα παγκάκι κι άφησε το κεφάλι του πίσω κι έπιασε να χαζεύει τα σύννεφα. Αυτά έπαιρναν διάφορα σχήματα και ένας απαλός αέρας τα πηγαινόφερνε γλυκά.
Το πάρκο μύριζε ανθοφορίες, μπουμπούκια άνοιγαν τα μάτια σε έναν νέο κόσμο. Πρόσεξε τα πεσμένα φύλλα που σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο χαλί. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ένα
αίσθημα ευτυχίας μπήκε μέσα του και τον πλημμύρισε, ήθελε τόσο να κρατήσει μα όπως πάντα έφυγε γρήγορα. Αυτό το αίσθημα το είχε ονομάσει<< κρίση ευτυχίας>>.
Την στιγμή που έφευγε λοιπόν αυτή η <<κρίση ευτυχίας>>, εκείνη ακριβώς την στιγμή έφτασε κι η Μυρτώ. Ο ήλιος έκανε το λευκό της φόρεμα διάφανο, οι μηροί της ξεχώριζαν
κάτω από το ρούχο. Τα μαλλιά της έλαμπαν σε λουρίδες ξανθού ποταμού, ο λαιμός στήριζε το όμορφο κεφάλι της με κείνα τα μάτια που πέταγαν ανελέητα τον πόθο, έμοιαζε
καθαρά για γυναίκα που έκανε ζημιά με την απουσία της μα και με την παρουσία της. Παρ όλα αυτά είχε κάτι πολύ δροσερό επάνω της, ίσως κείνο το στόμα που ήταν τόσο
γεμάτο από σάρκα και ροζ, ίσως ο λαιμός που ήταν μακρύς και λεπτός σαν εύθραστο πουλάκι, τα μάγουλα που ταν συνήθως κόκκινα και έλαμπαν από υγεία και φως, ίσως όλα
αυτά ίσως και τίποτε από αυτά.
Περπατούσε στο μέρος του νωχελικά και λάγνα, το πίσω της μέρος έμοιαζε να σέρνει μια λεπτή αόρατη ουρά, το ένα πόδι μπροστά στο άλλο έφτιαχνε μια υπέροχη παρέλαση
αισθησιασμού και ελευθερίας πράγμα σπάνιο όπως σκέφτηκε ο Παύλος. Την παρατηρούσε και ένα φούσκωμα έπιασε να κάνει την καρδιά του να χτυπά πιό γρήγορα, βασικά τόσο
γρήγορα που ήταν σαν έγινε η καρδιά του ένας χαρταετός σε πτήση. Τον πλησίαζε και φούσκωνε μέσα του παντού μια ευδαιμονία που είχε να πετάξει τα βέλη της πολλά χρόνια
πριν. Η πτώση-απουσία του ξεκίνησε ενάμιση χρόνο πριν, αλλά αυτή η υπέρτατη ευδαιμονία, αυτές οι γαργαλιστικές γλυκές διάφανες βελόνες πάνω στα μέλη του, στην καρδιά
και στο μυαλό του ήταν χρόνια πριν..
Τώρα ήθελε δυό βήματα για να βρεθεί κοντά του, την μύριζε με τα ρουθούνια του να πετάνε καπνούς. Μύριζε σανταλόξυλο και γιασεμί. Τα μάγουλα της ήταν πάλι
κόκκινα. Δεν κρατήθηκε άλλο.
-Είναι η πρώτη φορά που το συνειδητοποιώ αυτό που θα σου πω, αγαπώ τα μάγουλα σου από την στιγμή που τα είδα. Αυτή η έξαλλη παιδικότητα τους με συγκινεί όσο τίποτε
άλλο, αγαπώ τα μάγουλα σου.
Η γυναίκα έδειξε να συγκινείται και να ταράζεται. Κάθισε δίπλα του. Από ένα δερμάτινο τσαντάκι που είχε με το στυλ ταχυδρόμου πάνω της, έβγαλε ένα τσιγάρο και καθώς
έψαξε για αναπτήρα αυτός πρόλαβε να της ανάψει φέρνοντας το πρόσωπο του κοντά της, πράγμα που παρατήρησε πως δεν της ήταν αδιάφορο γιατί ένα τρέμουλο πέρασε το χέρι
της.
-Δεν μου χουν ξαναμιλήσει έτσι, ίσως μιλάει η ιδιότητα του συγγραφέα βέβαια αλλά πρέπει να σου πω πως πρώτη φορά το ακούω από άντρα αυτό. Με συγκινείς...Είπε και
κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του. Η αλήθεια είναι πως τώρα αυτή η εσωτερική συγκίνηση άρχισε να παίρνει δρόμο στο κορμί της. Ένα ζεστό κύμα διαπέρασε την κοιλιά
της κι ένα λευκοκκόκκινο πλάσμα της θάλασσας άρχισε να χαιδεύει όπως η μέδουσα τα σπλάχνα της...
-Θέλω πολλά να σου πω Μυρτώ, χτες σου φάνηκε σαν δήλωση αλλά είναι σαν να με ξαναέφερες στην ζωή με κάποιον τρόπο, σαν να ήμουνα νεκρός- ζωντανός, αυτή είναι η
αλήθεια. Την πρώτη στιγμή που σε είδα είναι σαν ένα κύμα να με επανέφερε στην ακτή, προσπαθούσα να μην θυμάμαι πως ζούσα. Σκάρωσα πολλές ιστορίες φυσικά στο χαρτί,
πάντα ο πόνος είναι ευεργέτης σε αυτόν που γράφει, απλά όμως περίμενα το τέλος. Ήμουν τόσο δειλός φυσικά που δεν μπορούσα να εφεύρω έναν τρόπο να φύγω από αυτήν
την σκατένια κόλαση που βασιλεύει το χάος, η παράνοια, η ανοησία κι ο ήλιος που τελευταία μας ξέχασε κι αυτός...
-Σε παρακαλώ, σταμάτα, είναι τόσο απότομα και γρήγορα αυτά για μένα, είπε και γύρισε τα μάτια της στον ουρανό.
Έμοιαζε σαν να γίνονταν πρόβες εκεί πάνω, πρόβες βροχής. Μαζεμένα σύννεφα ξεροστάλιαζαν στο βάθος. Ένα κρύο αεράκι την έκανε να τρέμει. Φορεσε την καπαρντίνα
της, λευκή κι αυτή σαν το φουστάνι της. Ο Παύλος ταραγμένος είδε τα στήθια της να αντιδρόυν σε αυτό, οι ρόγες της του τρύπησαν τα μάτια καθώς έγιναν σαν κουκούτσια
από κεράσι. Ηθελε όσο τίποτε να τα πιάσει στα χέρια του, να τις φυσήξει απαλά, να τις ζεστάνει κάνοντας τις πάλι απαλές.
Την μύριζε, μύριζε τα μαλλιά της, αφηνε την μύτη του σαν κυνηγετικός σκύλος να τρέχει ξεχωριστά επάνω της, μύριζε τον λαιμό της πίσω από τα αυτιά της, τα στήθια της,
τα πόδια της, την κοιλιά της, τα χέρια της.
Τα μακριά της δάχτυλα του θύμιζαν πόσο ήθελε να τρέξουν πάνω στο δέρμα του
-Θέλω να φορέσω το δέρμα σου, καταλαβαίνεις; Σε θέλω να πάρει ο διάολος, σε θέλω, θέλω πάλι μια γυναίκα και μάλιστα μια γυναίκα τόσο ξεχωριστή, τόσο γυναίκα.
Πόσα χρόνια κύλησαν για να δω μια γυναίκα που ενώ είναι τόσο γυναίκα δεν κάνει τίποτε για να κάνει θόρυβο με αυτήν της την θηλυκότητα.
Είναι κακό που σε θέλω; Φώναξε σχεδόν μέσα στα αυτιά της.
Η Μυρτώ του έπιασε το χέρι και το φερε στο στήθος της, η καρδιά της χτύπαγε απεγνωσμένα. (ΧΤΥΠΆΩ ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΩ ΕΝΤΟΝΑ, ΠΟΘΩ, ΧΤΥΠΑΩ ΔΥΝΑΤΑ ΓΙΑΤΙ ΠΟΘΩ),
έμοιαζε να έλεγε.
-Είναι σαν να ειμαστε φυλαγμένοι σε έναν άλλο κόσμο, σαν να περνά έξω από τις πόρτες μας η πόλη σαν να περνά τον επιτάφιο από τους δρόμους της,
σαν να τραβά τα μαλλιά της σαν την Μήδεια κι εμείς φυλαγμένοι να κρατάμε ακόμη κάτι για εμάς, σαν να μην έχουμε χτυπηθεί από τον πόλεμο, να μην έχουμε
υποστεί ήττα κι ας σπαραχτήκαμε δυνατα, εγώ αυτό ξέρω, αυτό βλέπω με το δικό μου μάτι. Και φυσικά σε θέλω κι εγώ, κάπως απότομα το κατάλαβα, αλλά το
ένιωσα μέσα μου με δύναμη, είναι μέρες μάλλον που μου συμβαίνει αυτό αλλα ίσως φοβόμουν να το ακούσω, εσύ έδιωξες τον φόβο από την στιγμή που μου
είπες πως αγαπάς την παιδικότητα στα μάγουλα μου, αυτό με διέλυσε. Έτσι είπε κι έσφιξε το χέρι του με περισσότερη δύναμη.
Ένα πουλί με κόκκινη μεγάλη ουρά στάθηκε μπροστά τους για λίγο, τους κοίταξε, κάτι είπε με την μοναδική μητρική του γλώσσα και πέταξε μακρια.
Σαν να τους είπε κάτι, σαν να τους έδειξε έναν ωραίο οιωνό..
Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη, είχε πολύ καιρό να μας επισκεφτεί ο ήλιος, λες και συμμετείχε κι αυτός με την απουσία του στα πικρά γεγονότα της χώρας.
Πήγε λίγο πιό πριν από την συνηθισμένη ώρα. Γέροντες έπαιζαν τάβλι χτυπώντας τα πιόνια με θυμό κάθε που ο ένας ήταν πιό τυχερός στα ζάρια.
Κάθισε σε ένα παγκάκι κι άφησε το κεφάλι του πίσω κι έπιασε να χαζεύει τα σύννεφα. Αυτά έπαιρναν διάφορα σχήματα και ένας απαλός αέρας τα πηγαινόφερνε γλυκά.
Το πάρκο μύριζε ανθοφορίες, μπουμπούκια άνοιγαν τα μάτια σε έναν νέο κόσμο. Πρόσεξε τα πεσμένα φύλλα που σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο χαλί. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ένα
αίσθημα ευτυχίας μπήκε μέσα του και τον πλημμύρισε, ήθελε τόσο να κρατήσει μα όπως πάντα έφυγε γρήγορα. Αυτό το αίσθημα το είχε ονομάσει<< κρίση ευτυχίας>>.
Την στιγμή που έφευγε λοιπόν αυτή η <<κρίση ευτυχίας>>, εκείνη ακριβώς την στιγμή έφτασε κι η Μυρτώ. Ο ήλιος έκανε το λευκό της φόρεμα διάφανο, οι μηροί της ξεχώριζαν
κάτω από το ρούχο. Τα μαλλιά της έλαμπαν σε λουρίδες ξανθού ποταμού, ο λαιμός στήριζε το όμορφο κεφάλι της με κείνα τα μάτια που πέταγαν ανελέητα τον πόθο, έμοιαζε
καθαρά για γυναίκα που έκανε ζημιά με την απουσία της μα και με την παρουσία της. Παρ όλα αυτά είχε κάτι πολύ δροσερό επάνω της, ίσως κείνο το στόμα που ήταν τόσο
γεμάτο από σάρκα και ροζ, ίσως ο λαιμός που ήταν μακρύς και λεπτός σαν εύθραστο πουλάκι, τα μάγουλα που ταν συνήθως κόκκινα και έλαμπαν από υγεία και φως, ίσως όλα
αυτά ίσως και τίποτε από αυτά.
Περπατούσε στο μέρος του νωχελικά και λάγνα, το πίσω της μέρος έμοιαζε να σέρνει μια λεπτή αόρατη ουρά, το ένα πόδι μπροστά στο άλλο έφτιαχνε μια υπέροχη παρέλαση
αισθησιασμού και ελευθερίας πράγμα σπάνιο όπως σκέφτηκε ο Παύλος. Την παρατηρούσε και ένα φούσκωμα έπιασε να κάνει την καρδιά του να χτυπά πιό γρήγορα, βασικά τόσο
γρήγορα που ήταν σαν έγινε η καρδιά του ένας χαρταετός σε πτήση. Τον πλησίαζε και φούσκωνε μέσα του παντού μια ευδαιμονία που είχε να πετάξει τα βέλη της πολλά χρόνια
πριν. Η πτώση-απουσία του ξεκίνησε ενάμιση χρόνο πριν, αλλά αυτή η υπέρτατη ευδαιμονία, αυτές οι γαργαλιστικές γλυκές διάφανες βελόνες πάνω στα μέλη του, στην καρδιά
και στο μυαλό του ήταν χρόνια πριν..
Τώρα ήθελε δυό βήματα για να βρεθεί κοντά του, την μύριζε με τα ρουθούνια του να πετάνε καπνούς. Μύριζε σανταλόξυλο και γιασεμί. Τα μάγουλα της ήταν πάλι
κόκκινα. Δεν κρατήθηκε άλλο.
-Είναι η πρώτη φορά που το συνειδητοποιώ αυτό που θα σου πω, αγαπώ τα μάγουλα σου από την στιγμή που τα είδα. Αυτή η έξαλλη παιδικότητα τους με συγκινεί όσο τίποτε
άλλο, αγαπώ τα μάγουλα σου.
Η γυναίκα έδειξε να συγκινείται και να ταράζεται. Κάθισε δίπλα του. Από ένα δερμάτινο τσαντάκι που είχε με το στυλ ταχυδρόμου πάνω της, έβγαλε ένα τσιγάρο και καθώς
έψαξε για αναπτήρα αυτός πρόλαβε να της ανάψει φέρνοντας το πρόσωπο του κοντά της, πράγμα που παρατήρησε πως δεν της ήταν αδιάφορο γιατί ένα τρέμουλο πέρασε το χέρι
της.
-Δεν μου χουν ξαναμιλήσει έτσι, ίσως μιλάει η ιδιότητα του συγγραφέα βέβαια αλλά πρέπει να σου πω πως πρώτη φορά το ακούω από άντρα αυτό. Με συγκινείς...Είπε και
κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του. Η αλήθεια είναι πως τώρα αυτή η εσωτερική συγκίνηση άρχισε να παίρνει δρόμο στο κορμί της. Ένα ζεστό κύμα διαπέρασε την κοιλιά
της κι ένα λευκοκκόκκινο πλάσμα της θάλασσας άρχισε να χαιδεύει όπως η μέδουσα τα σπλάχνα της...
-Θέλω πολλά να σου πω Μυρτώ, χτες σου φάνηκε σαν δήλωση αλλά είναι σαν να με ξαναέφερες στην ζωή με κάποιον τρόπο, σαν να ήμουνα νεκρός- ζωντανός, αυτή είναι η
αλήθεια. Την πρώτη στιγμή που σε είδα είναι σαν ένα κύμα να με επανέφερε στην ακτή, προσπαθούσα να μην θυμάμαι πως ζούσα. Σκάρωσα πολλές ιστορίες φυσικά στο χαρτί,
πάντα ο πόνος είναι ευεργέτης σε αυτόν που γράφει, απλά όμως περίμενα το τέλος. Ήμουν τόσο δειλός φυσικά που δεν μπορούσα να εφεύρω έναν τρόπο να φύγω από αυτήν
την σκατένια κόλαση που βασιλεύει το χάος, η παράνοια, η ανοησία κι ο ήλιος που τελευταία μας ξέχασε κι αυτός...
-Σε παρακαλώ, σταμάτα, είναι τόσο απότομα και γρήγορα αυτά για μένα, είπε και γύρισε τα μάτια της στον ουρανό.
Έμοιαζε σαν να γίνονταν πρόβες εκεί πάνω, πρόβες βροχής. Μαζεμένα σύννεφα ξεροστάλιαζαν στο βάθος. Ένα κρύο αεράκι την έκανε να τρέμει. Φορεσε την καπαρντίνα
της, λευκή κι αυτή σαν το φουστάνι της. Ο Παύλος ταραγμένος είδε τα στήθια της να αντιδρόυν σε αυτό, οι ρόγες της του τρύπησαν τα μάτια καθώς έγιναν σαν κουκούτσια
από κεράσι. Ηθελε όσο τίποτε να τα πιάσει στα χέρια του, να τις φυσήξει απαλά, να τις ζεστάνει κάνοντας τις πάλι απαλές.
Την μύριζε, μύριζε τα μαλλιά της, αφηνε την μύτη του σαν κυνηγετικός σκύλος να τρέχει ξεχωριστά επάνω της, μύριζε τον λαιμό της πίσω από τα αυτιά της, τα στήθια της,
τα πόδια της, την κοιλιά της, τα χέρια της.
Τα μακριά της δάχτυλα του θύμιζαν πόσο ήθελε να τρέξουν πάνω στο δέρμα του
-Θέλω να φορέσω το δέρμα σου, καταλαβαίνεις; Σε θέλω να πάρει ο διάολος, σε θέλω, θέλω πάλι μια γυναίκα και μάλιστα μια γυναίκα τόσο ξεχωριστή, τόσο γυναίκα.
Πόσα χρόνια κύλησαν για να δω μια γυναίκα που ενώ είναι τόσο γυναίκα δεν κάνει τίποτε για να κάνει θόρυβο με αυτήν της την θηλυκότητα.
Είναι κακό που σε θέλω; Φώναξε σχεδόν μέσα στα αυτιά της.
Η Μυρτώ του έπιασε το χέρι και το φερε στο στήθος της, η καρδιά της χτύπαγε απεγνωσμένα. (ΧΤΥΠΆΩ ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΩ ΕΝΤΟΝΑ, ΠΟΘΩ, ΧΤΥΠΑΩ ΔΥΝΑΤΑ ΓΙΑΤΙ ΠΟΘΩ),
έμοιαζε να έλεγε.
-Είναι σαν να ειμαστε φυλαγμένοι σε έναν άλλο κόσμο, σαν να περνά έξω από τις πόρτες μας η πόλη σαν να περνά τον επιτάφιο από τους δρόμους της,
σαν να τραβά τα μαλλιά της σαν την Μήδεια κι εμείς φυλαγμένοι να κρατάμε ακόμη κάτι για εμάς, σαν να μην έχουμε χτυπηθεί από τον πόλεμο, να μην έχουμε
υποστεί ήττα κι ας σπαραχτήκαμε δυνατα, εγώ αυτό ξέρω, αυτό βλέπω με το δικό μου μάτι. Και φυσικά σε θέλω κι εγώ, κάπως απότομα το κατάλαβα, αλλά το
ένιωσα μέσα μου με δύναμη, είναι μέρες μάλλον που μου συμβαίνει αυτό αλλα ίσως φοβόμουν να το ακούσω, εσύ έδιωξες τον φόβο από την στιγμή που μου
είπες πως αγαπάς την παιδικότητα στα μάγουλα μου, αυτό με διέλυσε. Έτσι είπε κι έσφιξε το χέρι του με περισσότερη δύναμη.
Ένα πουλί με κόκκινη μεγάλη ουρά στάθηκε μπροστά τους για λίγο, τους κοίταξε, κάτι είπε με την μοναδική μητρική του γλώσσα και πέταξε μακρια.
Σαν να τους είπε κάτι, σαν να τους έδειξε έναν ωραίο οιωνό..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου