Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Ωδή στην Στέλλα

Η σοφία που κουβαλάει το σκουλήκι σαν ψάχνει μέσα στα φέρετρα
δεν είναι τίποτε μπροστά στην οργή μιας λέαινας,
οι δρόμοι που παίρνεις καταδυόμενος μέσα στην υπερβολή, γνήσιοι είναι,
τους ζηλεύει η σύνεση κι η ατολμία.
Δρέπεις καρπούς καθώς ψάχνεις πίσω από τα λόγια του Λεβιάθαν
καθώς χορεύεις με φίδια στις ζούγκλες των ανθρώπων.
Σε θαύμαζα πάντα Στέλλα γιατί ξεχύλιζες έρωτα,
το πρόσωπο σου αθάνατο στον καθρέφτη
κι εσύ ένα ζώο λεύτερο.
Βαριά βήματα της αυγής εντός της φωτιάς κι αδύνατον κανείς να την τιθασεύσει .
Κι ήσουν από τους εκλεκτούς που δεν αντέχανε άλλο εκτός της ευλογίας της ενέργειας.
Έλεγες, η επιθυμία δεν μπορεί να μένει ανενεργή, η επιθυμία δεν είναι νερό στεκούμενο.
Καραδοκούσες τον θεό που έκλεψαν από τα ποιήματα και τα έκαναν εντολές
του τα ριχνες ανάμεσα στα μάτια να πονά.
Σε θαύμαζα πάντα Στέλλα γιατί έτρεχες σαν την γαζέλα,
μια φιγούρα ψιλόλιγνη κι ωραία, σαν την αυγή στα νησιά.
Μου λεγες καθώς βγαίναμε μαζί αγκαλιασμένοι, από ένα καταγώγιο, όπου άθλιοι τύποι παραφέρονταν μεθυσμένοι,
η λογική ανήκει στους άβουλους,
ανήκει σε αυτούς που οι επιθυμίες τους άνεργες είναι από κόσμο και κόπο.
Στο Μπραχάμι ο πατέρας σου έφτιαχνε πηλό κόκκινο με τους στίχους του Τσιτσάνη
ακουμπώντας σε κόκαλα αρχαίων,
χόρευες σαν να σε κύκλωναν δέκα θάνατοι γι αυτό η ωραιότερη ήσουν ανάμεσα σε κυρίες ξυνισμένες.
Θαύμαζες την Σμύρνη φυτεύοντας έναν αμανέ στην γλάστρα
έβγαιναν βασιλικοί και τους φόραγες στο στόμα.
Έπειτα παρακολουθούσες στο Πασαλιμάνι τις πόρνες να χορεύουν μπλουζ στα γόνατα,
από τις πόρνες θαύμαζες μονάχα τα μάτια και τις βαριόσουν φριχτά γιατί δεν είχαν την ενέργεια της ιέρειας.
Διψασμένη πολύ σου χτύπησα την πόρτα δειλά ένα βράδυ
είχα διψάσει πολύ γι ανθρώπους
μου είπες απείρως γοητευτικότερο να διψούν οι άλλοι για σένα και σε κατάλαβα.
Ο γέρο- Λάζαρος με το ακορντεόν, σου παιζε τραγούδια απαγορευμένα
και σαν χόρευες σηκωνόταν όρθιος με πόδια αλόγου επάνω σε βάρκα.
Κι ήθελαν οι αστοί να κάψουν τους βελουτέ καναπέδες μπροστά στα πόδια σου
πιό πολύ να καίγονται.
Δεν θα γίνω ποτέ μάνα, έλεγες, γιατί λατρεύω τους άντρες
κι ένας άντρας ακουμπούσε το κεφάλι στο ούτι του σαν πουλί τρομαγμένο,
σε φοβόταν κι αυτός γιατί σε ήθελε τόσο
κι εγώ σε θαύμαζα γιατί ποτέ δεν έγινες μια μικρή πρόστυχη κυρία..
Αυτός που ενεργεί μέσα από τους πόθους, γίγαντας είναι,
τραγουδούσες εκστασιασμένη σε ένα νησιώτικο καλντερίμι.
Άνθρωποι μην βαστάτε πίσω αυτά που επιθυμείτε, φώναζες κι ο κούκος σου παραδινόταν.
Στέλλα φωτιά, μάτια καρβουνιασμένα,
πότε Αντιγόνη, πότε Ελένη, πότε Μήδεια,
Στέλλα κάτοικε του κόσμου, πάλι για σένα γράφω,
ξανά έλα, παίρνω ένα λευκό μαντήλι και σου γνέφω,
ένα καράβι θα σε φέρει στο λιμάνι κοντά μου πάλι, ξέρω,
ακουμπώ το ινδιάνικο αυτί μου στο χώμα,
σε ακούω να έρχεσαι παραδομένη,
να,
σε αυτό το χρυσοκκόκινο φως,
μια λίμνη διχασμένη είμαι, πότε στην Ανατολή και πότε στην Δύση χάνομαι,
στήνω μια ορχήστρα από τρελούς,
παιζουν στην αποβαθρα ξημερώματα ένα ούτι κι ένα λαούτο παθιασμένο,
κοίτα, ο γέρο-Λάζαρος πάλι σαν άλογο επάνω στην βάρκα παίζει,
εγώ έγινα βασιλικός και θα στολίσω την γραμμή ανάμεσα στα στήθια σου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου