-Τόση ησυχία ενώ έχουμε πόλεμο, είπε ο άντρας που φορούσε ένα ξύλινο παλτό στην γυναίκα που περπατούσε πλάι του σαν πληγωμένη γάτα από το κρύο.
-Παράξενος αυτός ο νέος πόλεμος, του απάντησε και τύλιξε το κασκόλ γύρω της.
-Τι λέει η διαίσθηση σου, ποιά θα είναι η κατάληξη; Τον ρώτησε και πέταξε λίγο κουλούρι στα περιστέρια που έμοιαζαν πιό βαριεστημένα από ποτέ, τσίμπαγαν μα δεν τσακώνονταν ως συνήθως.
-Αν διαβάσεις όλα τα βιβλία θα δείς την ίδια κατάληξη, ολοένα πλησιάζει το τέλος,
μόνο οι ποιητές άφηναν κάποια περιθώρια ελπίδας κι αυτό γιατί τους περίσσευε αίμα και αγάπη, απάντησε αυτός κι έστριψε ένα αρωματικό καπνό.
Δεν μιλούσαν για λίγο, παρατηρούσαν τα περιστέρια και ένα ψιλόβροχο που άρχισε να ξερνά σταγόνες στο κεφάλι τους...
-Εσύ νοιώθεις αυτόν τον πόλεμο κατάσαρκα και κάθε ημέρα; την ρώτησε και χαμογέλασε σαν να βλεπε κάτι αόρατο.
- Μα φυσικά, απλά δεν θέλω να μιλάω κάθε μέρα γι αυτό. Στράβωσε λίγο το στόμα της σαν να πείσμωσε από κάτι.
-Φυσικά, υπάρχουν τόσοι κάθε ημέρα που μιλάνε γι αυτό. Ωστόσο λένε τόσα πολλά που είναι σαν να μην λένε τίποτε, χάνει την αξία του και γίνεται κουραστικό όλο αυτό.
-Ωστόσο που είναι οι πολεμιστές μας; Δεν βλέπω κανέναν να πολεμάει γιατί δεν μπορεί θα μου πείς εγκλωβισμένος από τα πράγματα. Το μόνο που βλέπω είναι μια κατάθλιψη και αντιπαραθέσεις γι αυτό που συμβαίνει, ένας μικρός εμφύλιος και μια ατέλειωτη ηλιθιότητα να διασύρει όλους, κι αυτούς που είναι έξω κι αυτούς που είναι μέσα.
-ΜΑ αυτό είναι το πιό βολικό γι αυτούς που κινούν τα αόρατα νήματα, να μαστε μέσα στα σπίτια μας και να κρατάμε τα ντουβάρια μην μας πλακώσουν. Και φυσικά δεν υπάρχουν πολεμιστές σε αυτόν τον πόλεμο, υπάρχουν μόνο θύματα. Η χώρα έγινε ένας ατέλειωτος μαλακομαγνήτης, είπε αυτός και τράβηξε τον καπνό με κάποια ηδυπάθεια.
Ο πεζόδρομος γεμάτος από όλες τις φυλές, στα παγκάκια κάπνιζαν ένα τζόιντ που βρώμαγε, κάτι παιδιά, ίσως από το Πακιστάν, η μπόχα του τους κύκλωσε.
Θα μπορούσαν και τα περιστέρια να ζαλιστούν.
Ένας ηλικιωμένος πέρναγε βρίζοντας κρεμασμένος στο μπαστούνι του.
-Μπάχαλο, παντού μπάχαλο της είπε ξανά.
-Κι εσύ, τι έχει αλλάξει πάνω σου; Εννοώ από αυτό που ζούμε, τον ρώτησε και οι σταγόνες της βροχής συνέχιζαν τον δρόμο στα κεφάλια τους.
-Καπνίζω περισσότερο κι έχω μια ατέλειωτη έμπνευση να σκέφτομαι καθαρότερα και να γράφω. Όταν θα νιώσω πλήρως κατεστραμμένος θα γράψω κάτι πολύ δυνατό, έτσι γίνεται πάντα, της είπε και σήκωσε τους ώμους του προβάλλοντας μια υπόγεια πίκρα και έναν κυνισμό. Αλήθεια σου έχω πει κάτι πολύ σημαντικό;
-Τι; ρώτησε αυτή. Ποιό είναι ακόμη πιό σημαντικό;
-Πως εδώ και ενάμιση χρόνο δεν μου χει ξυπνήσει καμμιά γυναίκα το ενδιαφέρον να την πλησιάσω και να της μιλήσω όπως μιλάμε τώρα μαζί. Αυτό συνέβη μόνο με σένα. Όταν της είπε αυτό την κοίταξε έντονα.
Τα μάτια του ήταν σαν μεθυσμένο μέλι και το στόμα του έμοιαζε πικρό. Πρόλαβε να δει το χέρι της που έτρεμε καθώς άναβε κι αυτή τώρα ένα τσιγάρο. Θα ήθελε να αρπάξει το χέρι της και να το φέρει όλο στο στόμα του. Συνέχιζε να την κοιτάζει σαν να έσκαβε δρόμο μέσα στο μυαλό της. Και περίμενε.
-Αυτό είναι σαν δήλωση, δεν μου αρέσουν οι δηλώσεις, μπορείς να πεις πως έχω πρόβλημα σε αυτό.
-Μπα, παρατήρηση είναι, μια απλή αντρική παρατήρηση. Έτσι να το δεις. Τώρα ένιωσε ξανά οπως εκείνο το λαγωνικό που ήταν κάποτε. Την μύριζε κάτω από τα ρούχα.
Ήξερε την στυφάδα της γεύσης της ενώ δεν την δοκίμασε ακόμη.Ήξερε πως η γεύση της θα γλύκαινε όταν θα γευόταν τον λαιμό της. Του άρεσε αυτή η λεπτή της αναστάτωση. Τα μάγουλα της είχαν ανάψει σαν να ταν μπροστά σε θράκα. ( Διατηρεί μια αθωότητα, τι παράξενο ενώ φαίνεται πως είναι μια γυναίκα με εμπειρία παραμένει αθώα), σκέφτηκε και αυτό τον αναστάτωσε. Του ξύπνησε κι άλλα συναισθήματα κρυμμένα βαθιά, τα είχε ξεχάσει σχεδόν και αναρωτήθηκε πως γίνεται αυτό να του συμβαίνει ενώ ακόμη δεν ήξερε το όνομα της, είχαν βρεθεί κάποιες φορές περπατώντας στο πάρκο και δεν ήξερε ούτε το όνομα της. Ωστόσο ήταν σίγουρος πως δεν ήθελε να την χάσει...
-Πως σε λένε; την ρώτησε ενώ το υπογάστριο του την παρακολουθούσε σαν λαβωμένος τοξότης.
-Μυρτώ. Είπε απαλά. Ας φύγουμε τώρα, τα περιστέρια έφαγαν νομίζω. Τα μάτια της τον απόφευγαν.
-Θα τα πούμε πάλι αύριο; ρώτησε και ο δείκτης του μυαλού του σταμάτησε περιμένοντας την απάντηση. Ξαφνικά και εντελώς παράλογα η συνέχεια των ημερών του εξαρτιόταν από την απάντηση της.
-Ναι, την ίδια ώρα, φεύγω τώρα, είπε και άφησε ένα φιλί στο στόμα του κι άρχισε να τρέχει.
(Ελαφίνα), ψιθύρισε μόνος του κάτω από ένα μουσκεμένο δέντρο και την έβλεπε να τρέχει καθώς το φουστάνι της δίπλωνε στα πόδια της μουσκεμένο κι αυτό κι ανάστατο...
(συνεχίζεται)... Η ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΝΟ. 1
-Παράξενος αυτός ο νέος πόλεμος, του απάντησε και τύλιξε το κασκόλ γύρω της.
-Τι λέει η διαίσθηση σου, ποιά θα είναι η κατάληξη; Τον ρώτησε και πέταξε λίγο κουλούρι στα περιστέρια που έμοιαζαν πιό βαριεστημένα από ποτέ, τσίμπαγαν μα δεν τσακώνονταν ως συνήθως.
-Αν διαβάσεις όλα τα βιβλία θα δείς την ίδια κατάληξη, ολοένα πλησιάζει το τέλος,
μόνο οι ποιητές άφηναν κάποια περιθώρια ελπίδας κι αυτό γιατί τους περίσσευε αίμα και αγάπη, απάντησε αυτός κι έστριψε ένα αρωματικό καπνό.
Δεν μιλούσαν για λίγο, παρατηρούσαν τα περιστέρια και ένα ψιλόβροχο που άρχισε να ξερνά σταγόνες στο κεφάλι τους...
-Εσύ νοιώθεις αυτόν τον πόλεμο κατάσαρκα και κάθε ημέρα; την ρώτησε και χαμογέλασε σαν να βλεπε κάτι αόρατο.
- Μα φυσικά, απλά δεν θέλω να μιλάω κάθε μέρα γι αυτό. Στράβωσε λίγο το στόμα της σαν να πείσμωσε από κάτι.
-Φυσικά, υπάρχουν τόσοι κάθε ημέρα που μιλάνε γι αυτό. Ωστόσο λένε τόσα πολλά που είναι σαν να μην λένε τίποτε, χάνει την αξία του και γίνεται κουραστικό όλο αυτό.
-Ωστόσο που είναι οι πολεμιστές μας; Δεν βλέπω κανέναν να πολεμάει γιατί δεν μπορεί θα μου πείς εγκλωβισμένος από τα πράγματα. Το μόνο που βλέπω είναι μια κατάθλιψη και αντιπαραθέσεις γι αυτό που συμβαίνει, ένας μικρός εμφύλιος και μια ατέλειωτη ηλιθιότητα να διασύρει όλους, κι αυτούς που είναι έξω κι αυτούς που είναι μέσα.
-ΜΑ αυτό είναι το πιό βολικό γι αυτούς που κινούν τα αόρατα νήματα, να μαστε μέσα στα σπίτια μας και να κρατάμε τα ντουβάρια μην μας πλακώσουν. Και φυσικά δεν υπάρχουν πολεμιστές σε αυτόν τον πόλεμο, υπάρχουν μόνο θύματα. Η χώρα έγινε ένας ατέλειωτος μαλακομαγνήτης, είπε αυτός και τράβηξε τον καπνό με κάποια ηδυπάθεια.
Ο πεζόδρομος γεμάτος από όλες τις φυλές, στα παγκάκια κάπνιζαν ένα τζόιντ που βρώμαγε, κάτι παιδιά, ίσως από το Πακιστάν, η μπόχα του τους κύκλωσε.
Θα μπορούσαν και τα περιστέρια να ζαλιστούν.
Ένας ηλικιωμένος πέρναγε βρίζοντας κρεμασμένος στο μπαστούνι του.
-Μπάχαλο, παντού μπάχαλο της είπε ξανά.
-Κι εσύ, τι έχει αλλάξει πάνω σου; Εννοώ από αυτό που ζούμε, τον ρώτησε και οι σταγόνες της βροχής συνέχιζαν τον δρόμο στα κεφάλια τους.
-Καπνίζω περισσότερο κι έχω μια ατέλειωτη έμπνευση να σκέφτομαι καθαρότερα και να γράφω. Όταν θα νιώσω πλήρως κατεστραμμένος θα γράψω κάτι πολύ δυνατό, έτσι γίνεται πάντα, της είπε και σήκωσε τους ώμους του προβάλλοντας μια υπόγεια πίκρα και έναν κυνισμό. Αλήθεια σου έχω πει κάτι πολύ σημαντικό;
-Τι; ρώτησε αυτή. Ποιό είναι ακόμη πιό σημαντικό;
-Πως εδώ και ενάμιση χρόνο δεν μου χει ξυπνήσει καμμιά γυναίκα το ενδιαφέρον να την πλησιάσω και να της μιλήσω όπως μιλάμε τώρα μαζί. Αυτό συνέβη μόνο με σένα. Όταν της είπε αυτό την κοίταξε έντονα.
Τα μάτια του ήταν σαν μεθυσμένο μέλι και το στόμα του έμοιαζε πικρό. Πρόλαβε να δει το χέρι της που έτρεμε καθώς άναβε κι αυτή τώρα ένα τσιγάρο. Θα ήθελε να αρπάξει το χέρι της και να το φέρει όλο στο στόμα του. Συνέχιζε να την κοιτάζει σαν να έσκαβε δρόμο μέσα στο μυαλό της. Και περίμενε.
-Αυτό είναι σαν δήλωση, δεν μου αρέσουν οι δηλώσεις, μπορείς να πεις πως έχω πρόβλημα σε αυτό.
-Μπα, παρατήρηση είναι, μια απλή αντρική παρατήρηση. Έτσι να το δεις. Τώρα ένιωσε ξανά οπως εκείνο το λαγωνικό που ήταν κάποτε. Την μύριζε κάτω από τα ρούχα.
Ήξερε την στυφάδα της γεύσης της ενώ δεν την δοκίμασε ακόμη.Ήξερε πως η γεύση της θα γλύκαινε όταν θα γευόταν τον λαιμό της. Του άρεσε αυτή η λεπτή της αναστάτωση. Τα μάγουλα της είχαν ανάψει σαν να ταν μπροστά σε θράκα. ( Διατηρεί μια αθωότητα, τι παράξενο ενώ φαίνεται πως είναι μια γυναίκα με εμπειρία παραμένει αθώα), σκέφτηκε και αυτό τον αναστάτωσε. Του ξύπνησε κι άλλα συναισθήματα κρυμμένα βαθιά, τα είχε ξεχάσει σχεδόν και αναρωτήθηκε πως γίνεται αυτό να του συμβαίνει ενώ ακόμη δεν ήξερε το όνομα της, είχαν βρεθεί κάποιες φορές περπατώντας στο πάρκο και δεν ήξερε ούτε το όνομα της. Ωστόσο ήταν σίγουρος πως δεν ήθελε να την χάσει...
-Πως σε λένε; την ρώτησε ενώ το υπογάστριο του την παρακολουθούσε σαν λαβωμένος τοξότης.
-Μυρτώ. Είπε απαλά. Ας φύγουμε τώρα, τα περιστέρια έφαγαν νομίζω. Τα μάτια της τον απόφευγαν.
-Θα τα πούμε πάλι αύριο; ρώτησε και ο δείκτης του μυαλού του σταμάτησε περιμένοντας την απάντηση. Ξαφνικά και εντελώς παράλογα η συνέχεια των ημερών του εξαρτιόταν από την απάντηση της.
-Ναι, την ίδια ώρα, φεύγω τώρα, είπε και άφησε ένα φιλί στο στόμα του κι άρχισε να τρέχει.
(Ελαφίνα), ψιθύρισε μόνος του κάτω από ένα μουσκεμένο δέντρο και την έβλεπε να τρέχει καθώς το φουστάνι της δίπλωνε στα πόδια της μουσκεμένο κι αυτό κι ανάστατο...
(συνεχίζεται)... Η ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΝΟ. 1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου