Τον κούραζε ο έρωτας πίσω από τις κλειστές κουρτίνες μιας δαντέλας
οι γυναίκες που έξω από τα σκέλια τους άλλο δεν είχαν
οι άντρες οι κουρασμένοι, πριν καν δοκιμάσουν να αφήσουν κάτι από αυτό που επιμελώς
κρύβεται στην πλάτη τους,
βράχος η καρδιά τους και όψιμη μια λύπη να κρύβεται κι αυτή σε άχαρα γέλια,
... κινήσεις αδέξιες που παράγουν ανία και φθόνο.
Καθώς κατέβαινε τον δρόμο με μάτι βαρύ από νερό, την είδε να περπατά,
αγέρωχη και σαν ένα άτακτο ελάφι που χάθηκε από την μητέρα του.
Της έδειξε πόσο θαμπώθηκε, εκείνες οι λεπτές ηλιαχτίδες που φώτιζαν το πρόσωπο,
τα στήθια της περιστέρια λευκά και ήρεμα,
ρούφηξε τα δάχτυλα της ένα ένα,
τα πιπίλισε σαν να ταν κόκαλα αγίων ,
συρφερτό οι αισθήσεις παλινδρόμησαν, ύψωσαν ανάστημα,
μπήκαν σαν άτακτοι στρατοί απόλαυσης,
μα λίγο λίγο έβγαζε ο έρωτας την εγωστική πανοπλία του,
φυγάδευσαν μαζί τα περιττά, αποκαίδια άχρηστα άλλων ερώτων,
απανθρακωμένα πρόσωπα πίσω από τις κουρτίνες τις βαριές,
ωμός πάντα ο νέος έρωντας και φιλήδονος πιό πολύ από ποτέ.
Χώρες από νερό,
κουρνιασμένα κορμιά στο δέντρο της ένωσης,
έγιναν όλα τραγούδι και έρωτας,
πάντα αυτός να υπάρχει πριν τον άνθρωπο.
Κι έτσι δίχως περιφρονήσεις ξεκίνησε βαρύ κι ανάλαφρο ετούτο το ταξίδι,
η σάρκα που ενδύεται το πετσί της άλλης,
και το αίμα πάντα γενναία να χτυπά το τύμπανο του αρχαίου χορού,
αυτός που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως άνθρωπος,
αυτός ο πιό έμπειρος εραστής
κι ο πιό ωραίος...
οι γυναίκες που έξω από τα σκέλια τους άλλο δεν είχαν
οι άντρες οι κουρασμένοι, πριν καν δοκιμάσουν να αφήσουν κάτι από αυτό που επιμελώς
κρύβεται στην πλάτη τους,
βράχος η καρδιά τους και όψιμη μια λύπη να κρύβεται κι αυτή σε άχαρα γέλια,
... κινήσεις αδέξιες που παράγουν ανία και φθόνο.
Καθώς κατέβαινε τον δρόμο με μάτι βαρύ από νερό, την είδε να περπατά,
αγέρωχη και σαν ένα άτακτο ελάφι που χάθηκε από την μητέρα του.
Της έδειξε πόσο θαμπώθηκε, εκείνες οι λεπτές ηλιαχτίδες που φώτιζαν το πρόσωπο,
τα στήθια της περιστέρια λευκά και ήρεμα,
ρούφηξε τα δάχτυλα της ένα ένα,
τα πιπίλισε σαν να ταν κόκαλα αγίων ,
συρφερτό οι αισθήσεις παλινδρόμησαν, ύψωσαν ανάστημα,
μπήκαν σαν άτακτοι στρατοί απόλαυσης,
μα λίγο λίγο έβγαζε ο έρωτας την εγωστική πανοπλία του,
φυγάδευσαν μαζί τα περιττά, αποκαίδια άχρηστα άλλων ερώτων,
απανθρακωμένα πρόσωπα πίσω από τις κουρτίνες τις βαριές,
ωμός πάντα ο νέος έρωντας και φιλήδονος πιό πολύ από ποτέ.
Χώρες από νερό,
κουρνιασμένα κορμιά στο δέντρο της ένωσης,
έγιναν όλα τραγούδι και έρωτας,
πάντα αυτός να υπάρχει πριν τον άνθρωπο.
Κι έτσι δίχως περιφρονήσεις ξεκίνησε βαρύ κι ανάλαφρο ετούτο το ταξίδι,
η σάρκα που ενδύεται το πετσί της άλλης,
και το αίμα πάντα γενναία να χτυπά το τύμπανο του αρχαίου χορού,
αυτός που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως άνθρωπος,
αυτός ο πιό έμπειρος εραστής
κι ο πιό ωραίος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου