Ο πάγος της γάτας ) Έσπαζες τον πάγο της λίμνης σαν να σουν μεσαιωνικό μάτι
έσπαζες δίπλα μου τον πάγο του λόγου
κι ήρθε μια θερμότητα δοκιμασμένη και μας ήπιε,
μακριά έσκουζε ο θάνατος σπάζοντας τα δόντια του,
το έρεβος αρκετά κοντά να μυρίζει σαν γάτα,
... ο έρωτας τυλιγμένος με μια λεπτή καμπαρντίνα άνθιζε στόματα και σάλιο,
αυτό που χει η γάτα στην γλώσσα και ξύνει με απαλότητα σαν γλείφει το δέρμα,
δεν καταλαβαίνω αυτά που λες, όμως τα νιώθω, σου είπα κρατώντας το βάδισμα
του μικρού αιλουροειδούς,
ίσως πιό σημαντικό αυτό και σπάνιο μου είπες,
ενώ, εκείνη την στιγμή η γερόντισσα μάντισσα σήκωνε το φουστάνι της κι έπιασαν
να βγαίνουν λουλούδια και πληγές,
πουλιά με ανθισμένα ράμφη οδηγούσαν ξέρεις,
να, σε εκείνο το νησί που καμμιά φορά ορίζεται σαν θάνατος,
ή σαν εξορία ,ή, τοπίο που ο ήλιος πάντα καίει.
Τράβηξα κατά εκεί αφήνοντας ίχνη από μικρές πατούσες στο λιμάνι,
γάτες χαρούμενες άφηναν πίσω τις πικρές μαντείες,
με παρέσυραν κι εμένα να δοκιμάσω έρωτα γράφοντας λέξεις σε ένα γράμμα,
ήθελα που λες να το δώσω στους γονείς μου,
όταν τους το προσέφερα με ένα λεπτό γρύλισμα,
έμειναν σκεπτικοί και μου είπαν,
έχουμε ξεχάσει την ανάγνωση.
Κι εγώ με αυτοσχέδια συναισθήματα έμεινα μια παγωμένη γάτα
στο περβάζι ενός παράθυρου,
σε φώναξα δυνατά μα κάτι σε εμπόδιζε να ακούσεις,
φθόνησα τότε την πονηράδα των μυρμηγιών....
Κι ακόμη περισσότερο τους οιωνούς σαν γίνονται λουλούδια αντί για τοπία παγωμένα,
γιατί να υπάρχει τόσος πάγος
έσπαζες δίπλα μου τον πάγο του λόγου
κι ήρθε μια θερμότητα δοκιμασμένη και μας ήπιε,
μακριά έσκουζε ο θάνατος σπάζοντας τα δόντια του,
το έρεβος αρκετά κοντά να μυρίζει σαν γάτα,
... ο έρωτας τυλιγμένος με μια λεπτή καμπαρντίνα άνθιζε στόματα και σάλιο,
αυτό που χει η γάτα στην γλώσσα και ξύνει με απαλότητα σαν γλείφει το δέρμα,
δεν καταλαβαίνω αυτά που λες, όμως τα νιώθω, σου είπα κρατώντας το βάδισμα
του μικρού αιλουροειδούς,
ίσως πιό σημαντικό αυτό και σπάνιο μου είπες,
ενώ, εκείνη την στιγμή η γερόντισσα μάντισσα σήκωνε το φουστάνι της κι έπιασαν
να βγαίνουν λουλούδια και πληγές,
πουλιά με ανθισμένα ράμφη οδηγούσαν ξέρεις,
να, σε εκείνο το νησί που καμμιά φορά ορίζεται σαν θάνατος,
ή σαν εξορία ,ή, τοπίο που ο ήλιος πάντα καίει.
Τράβηξα κατά εκεί αφήνοντας ίχνη από μικρές πατούσες στο λιμάνι,
γάτες χαρούμενες άφηναν πίσω τις πικρές μαντείες,
με παρέσυραν κι εμένα να δοκιμάσω έρωτα γράφοντας λέξεις σε ένα γράμμα,
ήθελα που λες να το δώσω στους γονείς μου,
όταν τους το προσέφερα με ένα λεπτό γρύλισμα,
έμειναν σκεπτικοί και μου είπαν,
έχουμε ξεχάσει την ανάγνωση.
Κι εγώ με αυτοσχέδια συναισθήματα έμεινα μια παγωμένη γάτα
στο περβάζι ενός παράθυρου,
σε φώναξα δυνατά μα κάτι σε εμπόδιζε να ακούσεις,
φθόνησα τότε την πονηράδα των μυρμηγιών....
Κι ακόμη περισσότερο τους οιωνούς σαν γίνονται λουλούδια αντί για τοπία παγωμένα,
γιατί να υπάρχει τόσος πάγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου