Την κοιτάει, τα μάτια της πετούν μίσος, αυτό φαίνεται ολοκάθαρα, πιστεύει πως θα της αρπάξει τον αγαπημένο, ποιός αγαπημένος που αυτός κοιτάζει οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτήν.
Την προσπερνά και κοιτάζει τον δρόμο μπροστά της. Έχει μια κολασμένη κίνηση ενώ η Ρίτα αρχίζει να γνέφει στα μαύρα πουλιά τραγουδώντας για την προδοσία.
Είναι ωραίες τέτοιες εναλλαγές σκέφτεται, μετά από κάποια ώρα ...ζητάς να μιλήσεις σε αυτά τα μαύρα πουλιά ή να τα δεις νοερά μπροστά σου μέσα από φωνές χαρακτηριστικότατες.
Καπνίζει με μανία σκεπτόμενη πως η ζωή τραβά την κατηφόρα κι όχι την ανηφόρα. Εκείνη ακριβώς την στιγμή που πάει να ανοίξει την πόρτα της λύπης έρχεται αυτός και κάθεται δίπλα της.
Είναι ψηλός κι ωραίος, γυμνασμένος όσο να θυμάται κανείς την διαφορά ενός άντρα από κάτι που του μοιάζει. Με μάτια που κόβουν αλύπητα μα ΄λίγο μετά γίνονται μελένια. Είναι μυστήριος, τον περιβάλλει μια αύρα μυστηρίου, ίσως ένας άγγελος του ψιθύρισε κάποτε πως να κάνει τις γυναίκες να τον ερωτεύονται.
Σαν περασε η ώρα κουβεντιάζοντας του το είπε. Αυτός πέρασε το χέρι του στο μάγουλο της.
- Ξέρεις πως αυτό ισχύει και για σένα αν φυσικά προσδιοριστεί αυστηρά πως ισχύει για μένα
- Ας πούμε πως ισχύει, είπε εκείνη, πως νιώθεις με αυτό; Εννοώ που είναι όλα εύκολα, δεν θέλεις κόπο να κάνεις την γυναίκα να σε αγαπήσει
- Έλα τώρα, να με αγαπήσει; άλλο ο έρωτας, άλλο η αγάπη. Στο κατω κάτω έχω καταλάβει πως υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν μόνο για να τους ερωτεύονται, μέχρι εκεί, δεν πάει πιό κάτω όμως. Αυτό βέβαια δεν ξέρω να πω αν ισχύει και για σένα, θα έλεγα πως εύκολα αγαπιέσαι.
-όχι δα, έκανε εκείνη και φύσηξε τον καπνό της σε μικρά δαχτυλίδια, τα ξανθά μακριά μαλλιά της έπεφταν σε σκάλες.
Αυτός τώρα έβλεπε το στόμα της, το πάνω χείλος επεκτεινόταν πιό πολύ από το κάτω, σαν παιδικό πείσμα, η μύτη της μικρή και θρασύτατη. Δεν ήθελε να διασχίσει το στόμα της με την γλωσσα του, ήθελε να μπει ολόκληρος μέσα του, σαν να ταν καραμέλλα που θα λιωνε σιγά σιγά στην κόκκινη κοιλότητα, θα τον δάγκωναν τα δόντια της απαλά και μετά βίαια.
- Σε θέλω, της είπε κι η φωνή του έσπασε
- Μιλούσαμε για αγάπη, του είπε και έσπασε λίγο την άκρη του στόματος της σε χαμόγελο μικρό
-Άσε την αγάπη, τώρα μιλάμε για έρωτα, της είπε και έσφιξε το χέρι της στο δικό του.
Την διαπέρασε ένας ηλεκτρισμός καυτός, καιρό είχε να το νιώσει αυτό.. Αλλά ήθελε να τον τραβήξει, να παίξει μαζί του και να τον πάει σε κάτι λιγότερο γνώριμο.
- Θες να με αποπλανήσεις κι άλλο της είπε, εγώ σου παραδίνομαι εύκολα. Ωραία λοιπόν, δεν με νοιάζει και τόσο το θέμα της αγάπης, μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό. Όπως κι εσύ...
- Δεν έχεις δίκιο, κουράστηκα χωρίς αυτό, εξάλλου συνεχώς τα ίδια βλέπω παντού, ίδιες καταστάσεις, ίδια πρόσωπα....και ναι, μου φαίνεται μισό το ποτρέτο μου
-Ε, οχι βέβαια, υπάρχουν πορτρέτα ολόκληρα από την γέννα τους.
Εκείνη στην στιγμή ο μπάρμαν έβαλε στο πλατό την κυρία των μπλούζ. Τίναξε τα ξανθά της μαλλιά πίσω και τον άφησε να της ανάψει το τσιγάρο
Όταν είδε τα μάτια του κοντά στον αναπτήρα του την τύλιξε η φωτιά τους... Αυτός διαπερνούσε ήδη την πλάτη της με βέλη καλοακονισμένα.
Έβαλε το χέρι του στο γόνατο της, πέρασε με χάδι γλυκό τα κόκαλα της, έπειτα ήρθε πίσω, έπιασε την αρχή του ιδρώτα της, έσφιξε το γόνατο στο χέρι του σαν να ήταν σπουργίτης.
-Μόνο αυτό να θυμάσαι, της ψιθύρισε, αν έχεις κάποιο ταλέντο φρόντισε να μην το κάψεις, τους άλλους κάψτους ανελέητα, ξεκίνα από εμένα...
-Θα το θυμάμαι, απάντησε γελώντας κι ήρθε πιό κοντά του.
Όταν κόλλησαν τα πόδια τους η φωτιά ήρθε και στον μπάρμαν.
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ολόκληρα πορτρέτα από την γέννα τους, σκεφτόταν εκείνη καθώς ο άντρας φύσαγε τον πόθο του δίπλα στον λαιμό της.....
Την προσπερνά και κοιτάζει τον δρόμο μπροστά της. Έχει μια κολασμένη κίνηση ενώ η Ρίτα αρχίζει να γνέφει στα μαύρα πουλιά τραγουδώντας για την προδοσία.
Είναι ωραίες τέτοιες εναλλαγές σκέφτεται, μετά από κάποια ώρα ...ζητάς να μιλήσεις σε αυτά τα μαύρα πουλιά ή να τα δεις νοερά μπροστά σου μέσα από φωνές χαρακτηριστικότατες.
Καπνίζει με μανία σκεπτόμενη πως η ζωή τραβά την κατηφόρα κι όχι την ανηφόρα. Εκείνη ακριβώς την στιγμή που πάει να ανοίξει την πόρτα της λύπης έρχεται αυτός και κάθεται δίπλα της.
Είναι ψηλός κι ωραίος, γυμνασμένος όσο να θυμάται κανείς την διαφορά ενός άντρα από κάτι που του μοιάζει. Με μάτια που κόβουν αλύπητα μα ΄λίγο μετά γίνονται μελένια. Είναι μυστήριος, τον περιβάλλει μια αύρα μυστηρίου, ίσως ένας άγγελος του ψιθύρισε κάποτε πως να κάνει τις γυναίκες να τον ερωτεύονται.
Σαν περασε η ώρα κουβεντιάζοντας του το είπε. Αυτός πέρασε το χέρι του στο μάγουλο της.
- Ξέρεις πως αυτό ισχύει και για σένα αν φυσικά προσδιοριστεί αυστηρά πως ισχύει για μένα
- Ας πούμε πως ισχύει, είπε εκείνη, πως νιώθεις με αυτό; Εννοώ που είναι όλα εύκολα, δεν θέλεις κόπο να κάνεις την γυναίκα να σε αγαπήσει
- Έλα τώρα, να με αγαπήσει; άλλο ο έρωτας, άλλο η αγάπη. Στο κατω κάτω έχω καταλάβει πως υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν μόνο για να τους ερωτεύονται, μέχρι εκεί, δεν πάει πιό κάτω όμως. Αυτό βέβαια δεν ξέρω να πω αν ισχύει και για σένα, θα έλεγα πως εύκολα αγαπιέσαι.
-όχι δα, έκανε εκείνη και φύσηξε τον καπνό της σε μικρά δαχτυλίδια, τα ξανθά μακριά μαλλιά της έπεφταν σε σκάλες.
Αυτός τώρα έβλεπε το στόμα της, το πάνω χείλος επεκτεινόταν πιό πολύ από το κάτω, σαν παιδικό πείσμα, η μύτη της μικρή και θρασύτατη. Δεν ήθελε να διασχίσει το στόμα της με την γλωσσα του, ήθελε να μπει ολόκληρος μέσα του, σαν να ταν καραμέλλα που θα λιωνε σιγά σιγά στην κόκκινη κοιλότητα, θα τον δάγκωναν τα δόντια της απαλά και μετά βίαια.
- Σε θέλω, της είπε κι η φωνή του έσπασε
- Μιλούσαμε για αγάπη, του είπε και έσπασε λίγο την άκρη του στόματος της σε χαμόγελο μικρό
-Άσε την αγάπη, τώρα μιλάμε για έρωτα, της είπε και έσφιξε το χέρι της στο δικό του.
Την διαπέρασε ένας ηλεκτρισμός καυτός, καιρό είχε να το νιώσει αυτό.. Αλλά ήθελε να τον τραβήξει, να παίξει μαζί του και να τον πάει σε κάτι λιγότερο γνώριμο.
- Θες να με αποπλανήσεις κι άλλο της είπε, εγώ σου παραδίνομαι εύκολα. Ωραία λοιπόν, δεν με νοιάζει και τόσο το θέμα της αγάπης, μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό. Όπως κι εσύ...
- Δεν έχεις δίκιο, κουράστηκα χωρίς αυτό, εξάλλου συνεχώς τα ίδια βλέπω παντού, ίδιες καταστάσεις, ίδια πρόσωπα....και ναι, μου φαίνεται μισό το ποτρέτο μου
-Ε, οχι βέβαια, υπάρχουν πορτρέτα ολόκληρα από την γέννα τους.
Εκείνη στην στιγμή ο μπάρμαν έβαλε στο πλατό την κυρία των μπλούζ. Τίναξε τα ξανθά της μαλλιά πίσω και τον άφησε να της ανάψει το τσιγάρο
Όταν είδε τα μάτια του κοντά στον αναπτήρα του την τύλιξε η φωτιά τους... Αυτός διαπερνούσε ήδη την πλάτη της με βέλη καλοακονισμένα.
Έβαλε το χέρι του στο γόνατο της, πέρασε με χάδι γλυκό τα κόκαλα της, έπειτα ήρθε πίσω, έπιασε την αρχή του ιδρώτα της, έσφιξε το γόνατο στο χέρι του σαν να ήταν σπουργίτης.
-Μόνο αυτό να θυμάσαι, της ψιθύρισε, αν έχεις κάποιο ταλέντο φρόντισε να μην το κάψεις, τους άλλους κάψτους ανελέητα, ξεκίνα από εμένα...
-Θα το θυμάμαι, απάντησε γελώντας κι ήρθε πιό κοντά του.
Όταν κόλλησαν τα πόδια τους η φωτιά ήρθε και στον μπάρμαν.
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ολόκληρα πορτρέτα από την γέννα τους, σκεφτόταν εκείνη καθώς ο άντρας φύσαγε τον πόθο του δίπλα στον λαιμό της.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου