Μια δίνη την πέταξε έξω από το σώμα της, αυτός την κυνηγούσε αλαφιασμένος, χρώματα γύρω και έντομα παράξενα, με φωσφορίζουσες ουρές και φτερά πράσινα, έτρεμε η λίμνη, δεν ήταν πια αρυτίδωτη, από πάνω της νούφαρα ανοιγόκλειναν θυμωμένα τα πέταλα τους, η κουκουβάγια αδιαπραγμάτευτη έβγαζε λόγους ,να σπάσει προσπαθώντας αυτό το μυστήριο που έπιανε βέβαια με το ένστικτο της, τα δέντρα άφηναν χυμούς νυ...σταγμένα αρκετά από ύπνο βαθύ και διαρκές, η νύχτα πάλευε, πάλευε η νύχτα να ξεμπροστιάσει την ημέρα που με το φως της έσβηνε τα μυστήρια, τώρα ο άντρας είχε καταφέρει να πιαστεί από τις κραυγές της γυναίκας που προκάλεσε ενώνοντας την μαζί του,δίνες καυτές τους πέταγαν επάνω στον πυρήνα ενός πορτοκαλί χρώματος, έγινε μετά κόκκινο, μπήκε ένα σπασμένο κίτρινο, ένα αχνό πράσινο, οι δίνες αυτές έρχονταν από την σπασμένη παλλίροια, έσμηγαν με τα χρώματα, με τις φωνές των ανθρώπων και των εντόμων, των δέντρων, καθώς όλα είχαν ξυπνήσει πια, μεταπηδώντας τις δυνάμεις τους μέσα στον άντρα και στην γυναίκα, δεν ήταν μόνο η σωματική έκσταση που άφηνε στην ατμόσφαιρα θειάφια και λιβάνι, ήταν η συμπαγής δύναμη της ένωσης, αυτή η αγωνία σαν της γέννας, να μην φύγουν ο ένας μέσα από τον άλλο, δεν ήταν το προσφιλές και απόλυτα φιλόξενο και οικείο περιβάλλον των σωμάτων, ήταν ο φλοιός του μυαλού που άνοιγε, άνοιγε ολοένα να υποδεχτεί τα άγνωστα, τα αβυσσώδη, ο διωγμός της λύπης, της μοναχικότητας, η έρευνα του θαύματος που υπομόνευε σε εκείνη την σπηλιά με τις νυχτερίδες τις κρεμασμένες σαν τσαμπιά σταφύλια, αυτή η καυτή αίσθηση τώρα που άφηνε το ασφαλές του εγώ απ έξω, τα όρια που άνοιγαν με ταχύτητες σπασμένες, ο κριός έξω από την λίμνη που φώναζε κι αυτός καθώς ήθελε να μπει μέσα στους ανθρώπους, δίνες, δίνες ατέλειωτες κοφτές, μετά μακριές, μετά απότομες, σάρκινες, μαύρο και κόκκινο, και μετά ενωμένες οι ανάσες έγιναν μια, μια πια, τράβαγε, τράβαγε μπροστά, μετά ξαναγύριζε πίσω, η νίκη του φλοιού στο σώμα, και το σώμα λεηλατημένο από μια ατέλειωτη ευτυχία, διασαπσμένη σε μικρότερες ευτυχίες, τι πάει να πει ευτυχία, φως, το φως τώρα έλαμπε στα πρόσωπα, οι φλέβες έλαμπαν, τα στόματα πρησμένα, διακλαδωμένα σε ένα φιλί, το σύμπαν που άνοιγε πια, άνοιγε, τους διοχέτευε ενέργεια, τους μοίησε στο πρωτόγονο, έγιναν ξανά έμβρυα, μα γρήγορα βυθίστηκαν το ένα μέσα στο άλλο, καινούργια υγρά, κοιλιά και βλένες, με κλειστά μάτια άκουγαν τον κόσμο να περισπάται, να διαθλάται και να χάνεται στο φως, ζωοοδότης ήλιος μέγας, τρισμέγιστος, ακολούθησε η λίμνη κι όλα τα πλάσματα, όλα το ένα μετά το άλλο και έλαμψε ένας νέος κόσμος που φώναζε δύναμη, θρίαμβο κι αγάπη, αγάπη από την αρχή ώσπου σπασμένος μπήκε σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, ένας καινούργιος κόσμος υγρός που μετά έγινε στέρεος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου