Παρασκευή 23 Μαΐου 2014


Όταν ήμουν παιδί, στο νησί ,τα Καλοκαίρια, τα απογεύματα, πήγαινα στο γκρεμισμένο χωριό, εκεί, στο πεσμένο σπίτι της γιαγιάς μου, βρισκόταν ένας σταύλος που μέσα του αναπαυόταν ο Κίτσος, το αγαπημένο μου γαιδούρι. Ήταν άστατος και τσαπατσούλης όπως εγώ. Τον τάιζα σανό όπως μου είχε δείξει ο πατέρας. Τον χάιδευα και μιλούσαμε με τις ώρες. Εκεί, στο νησί διδάχτηκα την γλώσσα των ζώων, γλώσσα αληθινότερη κι ίσως με μιαν αυθεντικότητα που σαν να δίδασκε νοήματα μέσω των αισθήσεων. Δεν υπήρξα αυτό που λέμε συνηθισμένο παιδί, πράγμα που μου επέτρεψε να καταλάβω γενικότερα πράγματα νωρίτερα της ηλικίας μου. Γρήγορα κατάλαβα πως ο Κίτσος σαν με έβλεπε από μακριά γκάριζε κι έτρεχε πάνω κάτω ώσπου να έρθω κοντά του. Είχα μάθει να τον φωνάζω από τον πατέρα μου με έναν δικό μας τρόπο σαν έβλεπα να φανερώνεται το εγκαταλειμένο χωριό απέναντι και τόσο κοντά μου. Κατάλαβα φυσικά πως πρώτα από όλα επικρατούσε το ένστικτο της τροφής, ωστόσο μια μέρα θέλησα να σπάσω την ρουτίνα της διαδικασίας αυτής. ήμουν γύρω στα 12, άνοιξα τον σταύλο και έβγαλα έξω τον Κίτσο περνώντας γύρω από το κεφάλι του το καπίστρι. Περπατήσαμε το μικρό εγκαταλειμένο χωριό, -Στρούμπος- και βρεθήκαμε στην εκκλησία. Εκεί καθισμένος στα περβάζια μπορούσες να κοιτάξεις την θάλασσα να επεκτείνεται κάτω και μακριά σου, τέσσερα χιλιόμετρα μας χωρίζουν από τον γιαλό. Εγώ λοιπόν ξαπλωμένη κάτω από τις μοναδικές βελανιδιές έπιασα να του μιλάω με τις ώρες για την θάλασσα. Τα τζιτζίκια μας τρέλαιναν από τις φωνές τους. Ο γάιδαρος στην αρχή, ήταν νευρικός, ήθελε να τραβήξει το καπίστρι και να φύγει μακριά. Τότε εγώ σαν ηθοποιός ενός σουρεαλιστικού έργου άρχισα να του μιλάω για τα γαιδούρια και τους ανθρώπους και τα νησιά. Του είπα πως οφείλουμε όλα τα σπίτια μας στις πλάτες τους και τον ευγνωμονώ. Άγγιξα το μάγουλο του με το δικό μου κι έμεινα ακίνητη. Κολλημένοι μάγουλο με μάγουλο ήμασταν ένα ασυνήθιστο θέαμα. Από νωρίς όμως γύρευα τα ασυνήθιστα. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη αλλά τότε αυτός σταμάτησε κι έμεινε ακίνητος. Πέρασα τα χέρια μου στον λαιμό του και φίλησα το μάγουλο του. Αυτός ακίνητος και ήρεμος. Και τότε κατάλαβα πως εκτός του ένστικτου της τροφής , του άνοιγα το ένστικτο της αγάπης και της τρυφερότητας, τα άνοιξα και τα τάισα κι αυτά όπως ακριβώς έκανε κι αυτός σε εμένα. Ήταν ολοφάνερο. Αυτό το έκανα για λίγο καιρό ακόμη. Έπειτα σκέφτηκα πως τον αγαπούσα πολύ και πως με κάποιον τρόπο την στιγμή που δεν μπορούσα να του δοθώ ολοκληρωτικά, εννοώ τους Χειμώνες πάντα γύριζα στην Αθήνα θα του έκανα κακό. Κανείς , ούτε ο παπούς, ουτε ο πατέρας είχαν χρόνο για τέτοια. Έτσι σιγά σιγά αραίωσα τις επισκέψεις μου κι έγινα όπως πριν. Αυτός πάντα σαν έφευγα έτρεχε στην πόρτα περιμένοντας να του ανοίξω και να κάνουμε την βόλτα στο χωριό σαν οι τελευταίοι κάτοικοι της νήσου, έβλεπα τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα ή το πιστεύεις ή όχι αυτό συνέβη τις τρείς πρώτες φορές.. Μετά συνήθισε ίσως.. Τότε κατάλαβα πως όταν αγαπάς πρέπει να φεύγεις. Κι από τότε πάντα έφευγα. Το πρώτο μάθημα μου το έδωσε ο Κίτσος, το αγαπημένο μου ζώο. Όταν πέθανε έκλαιγα για μήνες.. Για την απώλεια του κι όσα μοιραστήκαμε και δεν τα έμαθε κανείς.. Ούτε ο πατέρας μου... (ΌΤαν αγαπάς, χρειάζεται να φεύγεις..)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου