Τρίτη 27 Μαΐου 2014


Σιχάθηκα το πλήθος και την οσμή του, μια πτωμαίνη, κουβαλούν απ τους ανθρώπους επάνω στο καύκαλο τους κάτι χελώνες που σεργιανούν στο πάρκο. Μένω μόνη μου και καθώς κοιτάζω την οθόνη ενός θερινού σινεμά ονειρεύομαι την ράχη ενός δελφινιού. Στην επόμενη ζωή δεν ξέρω τι να διαλέξω να είμαι άλογο ή ένα δελφίνι; Οποία ανία να είμαι ξανά απλά ένας άνθρωπος.. Είμαι ήρεμη, γιατί είμαι απελπισμένη, είμαι ήσυχη σαν τις αγελάδες στα σφαγεία τους πριν τον θάνατο τους. Δεν υπάρχει κάτι να με ανυψώσει εκτός του παιχνιδιού των σύννεφων, η αίσθηση να συγκεντρώνεσαι στα άτακτα σχήματα τους κι ύστερα ένα ένα να μπαίνει μέσα σου είναι κάτι.. Οραματίζομαι την θάλασσα και τον ηθελημένο αλλά αποτυχημένο πνιγμό του ποιητή. Μα δεν θα ήθελα πτώματα, νούφαρα θα ήθελα να μετακομίσουν από τις λίμνες και να γεμίσουν την επιφάνεια της. Είμαι ήσυχη, γιατί είμαι απελπισμένη. Την μια ημέρα δεν περιμένω τίποτε και μια άλλη ξυπνώ περιμένοντας τα πάντα. Στην πραγματικότητα αυτή η απελπισία δεν έχει θρήνους γιατί ξέρει καλά τον κυνισμό. Τίποτε δεν θα με ξαφνιάσει εκτός από το καλό. Κι εκείνος ο ίλιγγος ποτέ δεν με αφήνει. Η ψυχή που ταξιδεύει πέρα από αυτά που τα μάτια την αφήνουν να δει. Υψώματα, βαθουλώματα, γέροι και γριές και νέοι άνθρωποι σε μια άλλη ζωή, πιο όμορφη και δίχως ερπετά στις πλάτες και στα στήθια. Μυαλά καθαρά σαν το νερό. Ώρες ώρες απελπίζομαι πιο πολύ από την απελπισία, κοιτάζω το μάτι του <<θεού>> να με κοιτάζει από τον ουρανό και να με δειχνει με έναν μικρό αντίχειρα και φωνάζω. (Θεέ μου κάνε με να γεράσω πια, να μην ονειρεύομαι, να μην ταξιδεύω, να μην φτεροκοπώ, να μην δίνω δεκάρα αν ο δίπλα μου ξερνάει η πεινάει, ας με προστάξει μονάχα ο θάνατος, ας μην κλωτσάει μέσα μου η παιδική καρδιά μου κι η γυναικεία ας πάψει πια ψάχνοντας στα σκότη θέλγητρα). Βαρύς ο ύπνος με παίρνει. Μα την επόμενη μέρα ξυπνώ ξανά. Συλλογούμαι ξανά και ξανά. Κι έρχεται βαθύς ο ίλιγγος.. Και κλαίω για όλα που δεν έχουν παρηγοριά. Έχω εγώ να κρύβομαι λίγο κάτω από τον κυνισμό μου. Ο κυνισμός αυτός είναι η αποδοχή των πραγμάτων κι η γνώση πως τίποτε δεν αλλάζει, μην τον μπλέξεις με την εμπειρία, αυτός έχει και μια πικρή ειρωνεία, όποτε του αντιστέκομαι στα μούτρα μου πετάει δηλητήρια και μου λέει χαιρέκακα, (πάρτα, αυτά σου πρέπουν, γίνε πλήθος να ξεχαστείς, γίνε ψέμα να γοητευτείς μέσα στην πλάνη). Στρίβω την πλάτη και φεύγω. Ας γεράσω θεέ μου. Η καρδιά μου ας γεράσει... -Πως να ζωγραφίσω την ψυχή μου; Είναι αδύνατον για όλους μας..)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου