Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Αυτό που δεν είχα ποτέ μου

Πεθύμησα βαθιά αυτό που δεν είχα ποτέ μου
το πήρα μαζί μου στην σκοτεινή λεωφόρο, μέσα σε μια κόκκινη βελούδινη τσάντα το φύλαξα,
το πήγα στο λιμάνι και του έδειξα τα πλοία που έφευγαν,
πάντα έχω μια θλίψη γιατί φεύγουν χωρίς εμένα,
κι αυτό που δεν είχα ,συμφώνησε, κι έγειρε λυπημένα το κεφάλι,
ύστερα ταίσαμε τους γλάρους και τους δώσαμε ονόματα.
Καθίσαμε σε ένα σάπιο παγκάκι κι ήπιαμε την πρωινή δροσιά,
ήταν παγερή και διάφανη,
τρύπωσε στην καρδιά μας κι έμεινε όσο της το επιτρέψαμε.
Ύστερα βουλιάξαμε σε μια σιωπή υπέροχη,
τόσο ευγενική που μούλιασε τα μάτια μας.
Πάλευε το Φθινόπωρο να βρεί έναν συγχρονισμό μαζί μας,
στην μεγάλη αγορά πάσχιζε να δώσει χρώματα από πεσμένα φύλλα.
Πέρασε από μπροστά μας ένας αδικημένος οργανοπαίχτης,
φυσούσε την καρδιά του στα χέρια,
κούρδιζε διψασμένα την λατέρνα,
οι νότες της έμπαιναν μέσα μου, θρόιζαν μυστικό φως,
κι εγώ πόναγα γι αυτό,
να, που μπορούσα ακόμη να πονάω,
μαζί με αυτό που δεν είχα και με τον ήχο της λατέρνας.
Μαζί με τα σπάργανα μιας ζωής στα απόνερα του παλιού λιμανιού.
Τα αλήτικα σπουργίτια.
Τα χαμένα αντριλίκια,
τα γυναικεία σαράκια,
την νιότη που σημαδεύει τα ύστερα του ΄κόσμου.
Μετά ήρθε το απόγευμα,
πήγα μαζί του στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας,
του έδειξα κάτω από το απαλό φως τις σφαίρες στους τοίχους,
έτρεχαν οι σφαίρες ξύνοντας τα αυτιά μας,
ακούγαμε την αγωνία των πολέμων,
ούρλιαζαν τα κτήρια, μάγκωναν με τα σημάδια τους τα μάτια μας,
παρέλαση λυπημένη των ανθρώπων,
κι ύστερα ξαφνικά,
ξαφνικά άρχισα να απολαμβάνω την ανάσα μου,
κατάλαβα πως μπήκα στην πορεία μιας ανάρρωσης από παλιά αρρώστια.
Βρέθηκα μαζί του στο ουζερί του μπάρμπα Ηλία,
στάξε ούζο στα ποτήρια μας, είπα γελώντας,
κι ο μπάρμπας ντροπαλά κατέβασε το κεφάλι,
ψέλλισε,
μα είστε μόνη, γιατί δυό ποτήρια; Θα ρθεί παρέα;
έχω παρέα,
είπα αδίστακτα,
έχω μαζί μου αυτό που δεν είχα ποτέ μου,
όπως η Αντιγόνη,
η Ισμήνη,
η Ελένη,
η κυβέλη,
η Έλλη.
Σαν να καταλαβαίνω, είπε αυτός κι έφερε μεζέδες για δύο,
πρόλαβε να μου σφίξει τα χέρια, πρόλαβα να του πω,
είναι που δεν πρόλαβα να ηττηθώ ούτε να αναμετρηθώ,
στις διαστάσεις του χρόνου,
της αφής το άγγισμα.
Και καθώς από τα δέντρα ξεπρόβαλλε γιγαντιαίο το φεγγάρι,
μου πιανε τα μάτια θεέ μου και τα στράγγιζε.
Κι άρχιζε η λυπημένη σονάτα στο σεληνόφως,
πόση θλίψη θεέ μου κι έπεσα στα γόνατα,
ενώ γύρω μου οι άλλοι τσούγκριζαν αγέρωχα ποτήρια,
στην υγειά σου έλεγαν,
και το ούζο άνοιγε δρόμο στην μύτη μου,
έμπαινε αχόρταγο στο συκώτι μου, στον πνεύμονα μου.
Μετά σηκώθηκα,
αγόρασα μια γαρδένια από ένα γυφτάκι, το χάρισα σε αυτό που δεν είχα ποτέ μου.
Ακούμπησα το κεφάλι μου στο αψιδωτό παραθύρι,
θέλω να σου πω για την ζωή μου πριν πεθάνω, του είπα,
ίσως έτσι με καταλάβεις,
με νιώσεις κάτω από την πέτσα σου,
με σύρεις στα κόκαλα σου,
άξιζε χίλιες φορές να πλανηθώ,
έτσι μπόρεσα να σε αγαπήσω,
να σου μιλάω τώρα κι εσύ μέσα σε σιωπές να ακούς,
να ακούς,
να  λαμβάνεις ήχους,
κι ύστερα αυτή η σιωπή,
μυσταγωγία, παλεύω μέρες και νύχτες με τους εαυτούς μου,
να μπορέσω να σε σκοτώσω,
μα τι παράξενο!
Κάθε ένας από αυτούς βρίσκει έναν λόγο να σε αγαπήσει.
Κι έμεινε αυτό εκεί ως το ξημέρωμα μαζί μου,
ύστερα πήρα τον δρόμο του γυρισμού,
μαζί μου ακολούθησε μια αγέλη άγριων σκύλων,
και κοίτα τι θαύμα!
μύρισαν την λύπη μου και δεν με πείραξαν,
ο αρχηγός από αυτά γυρνούσε και σκυλομίλαγε στα άλλα,
με συνόδευσαν ως την Πλατεία Αμερικής, έφτασα σπίτι,
έπεσα να κοιμηθώ ευγνωμονώντας, κι ας είχα ακόμη λύπη.
Έγινα δέντρο,
άνοιξα τα κλαδιά μου κι ακόμη θυμόμουν,
πόσο αγαπώ αυτό που δεν είχα ποτέ μου,
η ειμαρμένη κοιμήθηκε κι όλα γύρω σκοτείνιασαν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου