Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Αγαπήσου...

-Έχεις μια λύπη στα μάτια σου και όταν σου μιλώ δεν κοιτάς εμένα, του είπε και σηκώθηκε από δίπλα του. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε την βροχή, είχε αργήσει τόσο πολύ να ρθεί η βροχή...
        Εκείνος, αργά, ήρθε πίσω της. Χάιδεψε την πλάτη της κάτω από το μικρό μπορντό ζακετάκι.
Άφησε το στόμα του στον λαιμό της. Παραμέρισε τα μαλλιά της. Την μύρισε. Άκουγε το μικρό στρογγυλό ζώο μέσα της να βογγάει. Ήθελε να αγαπηθεί, όπως κι εκείνος.
      Όλοι θέλουν να αγαπηθούν αλλά δεν βρίσκουν τον τρόπο, δεν έχουν την ίδια ταχύτητα στο αίμα.
Δεν εκπέμπουν την ίδια θελκτική μυρωδιά.
Μούσκευε τον λαιμό της με  φιλιά. Στο δωμάτιο δεν υπήρχε μουσική. Τα φιλιά είχαν τον χώρο που τους αξίζει. Σιωπή κόκκινη. Έξω η βροχή. Η μαύρη καμπαρντίνα στο κρεβάτι. Αυτή να τρέμει από την προσδοκία.
Από την εκμηδένιση των αντιστάσεων, αντιστάσεις όσο για να ανάψει περισσότερο η φλόγα, όμως τώρα δεν είχε την διάθεση για τίποτε άλλο εκτός από εκείνον.
      Γύρισε και τον φίλησε κι εκείνη.
-Άνοιξε τα μάτια σου, του είπε. Θέλω να με βλέπεις.
Την κοίταξε. Είδε τις πυγολαμπίδες να χορεύουν. Τις κόρες των ματιών να απλώνονται σε μια έκσταση. Την ήθελε. Από την πρώτη φορά την ήθελε.
Τα φιλιά άνοιγαν. Τα χέρια άνοιγαν. Τα σώματα άνοιγαν. Χόρευαν ο ένας γύρω από τον άλλο.
-Με φοβίζει λίγο αυτή η ένταση, της είπε.
-Γιατί;
-Ξέρεις...
-Φοβάσαι μήπως αναγκαστείς να φύγεις μακριά τους;
-Ναι.
-Γιατί; Δεν μας αξίζει η ευτυχία;
-Ως πότε;
-Όσο...είπε αυτή και μούδιασε στην σκέψη ενός τέλους.
- Όταν χάραξα την ζωή μου δεν είχα στο μυαλό μου αυτό που ζούμε, της είπε και την κοίταξε διαπεραστικά.
-Ουτε εγώ...αλλά να, μας συνέβη.
-Είναι εξοντωτικό κι όμορφο.
-Γι αυτό το αφήνουμε...
Πήγαν στο κρεβάτι, στόμα με στόμα, χέρια με χέρια.
Άλλο η έλξη, άλλο ο έρωτας, άλλο η ανάγκη, άλλο η αγάπη. Ήταν όλα μαζί.
        Βούλιαξαν ο ένας μέσα στον άλλο. Κάθε φορά ήταν σαν να ήταν η πρώτη. Η ανάγκη τους να είναι ο ένας μέσα στον άλλο ήταν τόσο μεγάλη που κάθε φορά ξεπερνούσε σε δύναμη κι ομορφιά την προηγούμενη.
      Βούλιαξαν. Υγρός κόσμος. Μέγας. Κολύμπησαν με ορμή σαν ψάρια. Αργά και έντονα. Να βρούν την πηγή της πληρότητας. Κείνης της έκστασης που με την υφή της σε προετοιμάζει για κάτι άλλο, πέρα από την έκσταση. Είναι μια κοιλάδα που βγάζεις όλα σου τα ρούχα.
Σκοτώνονται οι ντροπές σου. Οι φόβοι σου. Οι αντιστάσεις σου στο να δίνεσαι στον άλλο...
       Βούλιαξαν. Έπειτα η ηδονή τους ανάγκασε να πετάξουν. Στην οροφή του δωματίου.
Έπειτα στον ουρανό. Έπειτα σε έναν κομήτη με μια φλεγόμενη μπλε ουρά.
        Τα ζώα που είχαν μέσα τους ήταν ενωμένα. Ήταν στρογγυλά κι άφοβα. Είχαν αλλάξει τον τρόπο που έβλεπαν. Τον τρόπο που ένιωθαν. Που αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα, αυτήν που τώρα άλλαζε.
Είχαν αλλάξει οι χώροι, οι χρόνοι, δεν υπήρχαν ρόλοι.
Στροβιλίζονται. Αναπνέουν σαν να πεθαίνουν.
Είναι μέσα της και της τραβάει τα μαλλιά. Λιώνει πάνω στο μάγουλο της. Κι αυτή λιώνει, εξατμίζεται...
Λιώνει πάνω της, μέσα της. Ουρλιάζουν. Ουρλιάζουν. Αυτά τα δυό μικρά ζώα είναι τώρα ένα, το ζώο αλυχτά στον κόσμο. Είσαι δικός μου κόσμε, φωνάζει.
Ουρλιάζουν. Κι αυτό. Τώρα δεν πρέπει να χαθεί η έκσταση ούτε η πείνα. Αν χαθεί η πείνα θα πέσει η έκσταση. Οι ηδονές είναι κόρες της θάλασσας.
Το ζώο ξαναρχίζει την διαδρομή του.
Αυτή στήνει μπροστά του το κορμί της με έναν άλλο τρόπο, την βλέπει σαν να μην την είδε πριν.
Σαν να μην την έζησε.
              Έπειτα όλα βυθίζονται πάλι. Κι ανυψώνονται.
ΟΥρλιάζουν. Κι η βροχή ξεσηκώνει έξω από το σπίτι την γιορτή της. Υγρός κόσμος παντού.
       Ύστερα σταματούν, κοιτάζονται. Νεροσταγόνες ιδρώτα. Σπουδή στο γυμνό. Σπουδή στον κόσμο.
Έξω από αυτούς ο χρόνος δουλεύει. Οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι. Οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Τα νήπια ζωγραφίζουν με κηρομπογιές. Οι αισθήσεις φτωχαίνουν μέσα στην πραγματικότητα.
Κάποιος θα ψυχαναλύει έναν κοιλαρά μεγιστάνα και κάποιος θα καβλώνει από ένα νεανικό μουνί.
            ΌΜως ο έρωτας ο αληθινός είναι ασβέστης, βάφει τον κόσμο καθαρίζοντας την βρωμιά...
-Δεν μας αξίζει να ζούμε ευτυχισμένα; Τον ρωτά με αγωνία.
-Σε όλους αξίζει, δεν θα πρεπε να το λες αυτό, εσύ που γράφεις. Είπε αυτός και τα μάτια έγιναν λυπημένες μαύρες λίμνες ξανά.
-Κι εσύ που επίσης γράφεις δεν υποψιάζεσαι τον κόσμο που υπάρχει εκει μακριά για εμάς; Εδώ;
-Μαζί σου είμαι τόσο ευτυχισμένος που όταν φεύγεις σκέφτομαι κάτι συνέχεια.
-Τι; Ρωτά αυτή με ολάνοιχτα μάτια παιδικά.
-Πως ένας ευτυχισμένος άνθρωπος δικαιούται να πεθάνει μια ωραία Άνοιξη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου