Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΕΥΑ

Όταν κατάλαβε η Εύα τι της συνέβαινε, ο ήλιος έβγαινε κρύβοντας τα φτερά του μέσα στα σύννεφα, συνέβη τότε, ένα περίεργο φαινόμενο. Εναλλάσονταν τα σύννεφα βαριά, γκριζομόλυβα ανάμεσα στο πορτοκαλί του ήλιου με αχνές κόκκινες κουκίδες μέσα του. Μια βροχή πάλευε με την αλυσίδα της φωτιάς, ακραία φαινόμενα καιρικά ακολουθούσαν αυτά τα ψυχικά των ανθρώπων.
      Η κοιλάδα της αντίληψης φάνηκε στην κορυφή του λόφου, είχε σκοτώσει αδιάκριτα τον πάγο που χε σωρευτεί από καιρό εμποδίζοντας το πραγματικό από αυτό που ήθελε να υπάρχει μέσα της.
Από παιδί ήξερε να ναι φευγάτη, είχε βρεί τον τρόπο να μπορεί να αντέχει μια σκληρή πραγματικότητα με το να φεύγει, δεν ήταν ο πόνος που απέφευγε, αυτόν΄έμαθε στα πέντε της να τον κοντρολάρει, τόσο ώστε να μην πέφτει κάτω, του δινε διαβαθμίσεις, 'εμαθε την ένταση του και τον έλεγχε, βασικά έμπαινε μέσα του και με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσε ο πόνος να την ορίσει, τον ήξερε καλά όσες μάσκες και να φορούσε. Αυτό που δεν άντεχε ήταν η μιζέρια, όχι ο ίλιγγος του πόνου.
      Όταν τον γνώρισε έγινε αποκρυπτογράφος του. Μπήκε στον πύργο που έκρυβε τις σκέψεις του μέσα σε παλιά τετράδια των προπάππων. Ευλαβικά τα διάβαζε χωρίς να δείχνει τον κρατήρα που άρχισε να χάσκει μπροστά της. Έβλεπε καθαρά παράλληλες ζωές να μπλέκουν απεγνωσμένα διψώντας για γνώση και παρατήρηση. Έψαχναν δίχως να ξέρουν τον τρόπο πως θα βρούν ένα λιμάνι να αφήσουν λάσκα τα σκοινιά του πλοίου τους, όχι να ξεκουραστούν, μόνο να χυθούν στο χρυσαφένιο φως του ήλιου, αυτού που ήταν ο ζωοδότης ευεργέτης όλων, αυτό το να ξέρεις πως κι άλλος ζητά τούτο το φως, δεν υπήρχε συγκίνηση στο γνωστό, στον ίδιο τρόπο αναζήτησης, στις ομοιότητες, ήταν πιό βαθύ, στεκόταν κάτω από πολλούς φλοιούς της γης,
ηταν σαν ένα σπάνιο λουλούδι που άνοιξε την ίδια στιγμή τους στήμωνες του κι η σκόνη τους απομάκρυνε για χρόνια, κι όμως ήταν ένας θηλυκός κι ένας αντρικός που μαζί ξεπήδησαν στο άπειρο, ήταν σαν αδελφές ψυχές που άδικα έχασαν την ζωή τους χώρια.
        Μα δεν ήταν το άδικο, ούτε η αυστηρότητα του μαζί για πάντα, ήταν πιό βασικό από αυτά.
Έλεγε μέσα της, ξέρω πως τώρα είναι λυπημένος, τώρα χαίρεται, έστελνε την σκέψη της σαν κόκκινη γύρη κοντά του κι ένιωθε πως έβλεπε αχνά την αύρα της αυτός, ακίνητος κρύβοντας από τον εαυτό του την συγκίνηση.
     Παρουσίαζε τον εαυτό του πέτρινο, σαν κομμάτι από κείνους τους λιθόστρωτους κήπους, δεν άφηνε να περάσει έξω κάτι από αυτόν που παρουσίαζε κάτι εύθραστο, έγινε με τα χρόνια αφηρημένος, σκεπτικός κι ας μίλαγε στις παρέες, ας γέλαγε δυνατά, ας φαινόταν σαν μηχανή ελέγχου.
      Ήξερε πως δεν την πίστεψε, ήταν οι κοινές παραστάσεις περσόνων κι ανθρώπων σημαντικών μιας άλλης εποχής που χαν περάσει από την ζωή του και κατά κάποιον τρόπο την σημάδεψαν.
Έψαξε κάπως άτακτα να ξαναβρεί αυτούς που χαν για πάντα χαθεί σε άλλα πρόσωπα, ήξερε καλά αυτό το παιχνίδι των λυγμών αυτή, το χε κάνει πολλές φορές...
       ΒΡήκε τότε την δύναμη κι έβαλε αντικρυστά τις σέπιες της φωτογραφίας τους, παρόμοια πρόσωπα ενέπνευσαν πάθος, παρόμοια πρόσωπα χάρισαν πόνο, παρόμοια πρόσωπα χάθηκαν στον δρόμο του κάτω κόσμου...
     Βρήκε την μητέρα υπομονή και της ζήτησε χέρι βοηθείας, της είπε πως αυτός δεν την πίστεψε.
Και τότε αυτή της φύσηξε μητρικά φτερά προστατευτικά. Μα δεν ήθελε προστασία, αυτή είχε ταχτεί να αγαπήσει πέρα από τα φτωχικά μίζερα όρια, χρόνια και χρόνια γύρευε να πετάξει την φλύκταινα της προστασίας. Κι είχε πάψει πιά να δείχνει κέρινη...
      Δεν ήταν ο πόθος που ξόδευε τις σκέψεις της, ήταν πιό πέρα από αυτή. Ούτε μια ηλίθια μικροαστική αφοσίωση. Μια γυναικεία μισαλοδοξία. Τον άφησε λεύτερο, έκανε τις αποκρυπτογραφήσεις μόνη της.
         Κι εκείνη την μέρα η Εύα κατάλαβε. Κείνη την μέρα που έπαιζε κρυφτό ο ήλιος και τα σύνεφα.
Κάθε άνθρωπος φτιάχνει μια φυλακή που κρύβεται μέσα της. Άλλος πίσω από ένα παιδί, άλλος πίσω από μια δουλειά, πίσω από ένα σπίτι, πίσω από έναν γονιό, τα λεφτά.
Αν άφηνε την φυλακή αυτή θα ήταν χωρίς σκοινί προστασίας. Θα έλαμπε η δημιουργία μέσα του και θα μεγαλουργούσε, σαν υποσχόμενο θαύμα, σαν το τρέμισμα ενός αστέρα διάπλατου στο σκοτεινό σύμπαν.


Κι οι μορφές θα ταν λεύτερες σε πλανήτη υγιή και φωτεινό.
ΔΕν ήταν η αγάπη, ήταν πέρα από αυτό.
Θα παρέκαμπτε την φυλακή της με την δημιουργία, όπως κι αυτός .
Κι ίσως κάποτε λυτρωτικό το φως θα μεγαλουργούσε στα πλάσματα, σαν τις ιστορίες που άκουγε από τους προγόνους της με το ένα χέρι στο πηγούνι της και το άλλο αγγίζοντας το περβάζι στο παράθυρο.
Είναι πικρόγλυκη η ζωή, σαν την αγωνία της χρυσαλίδας στην μεταμόρφωση της πεταλούδας..
Στάδια και δρόμοι που γίνουνται πυρκαγιές...
       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου