Σε βρήκα πάλι,
αναθεώρησα πικρές στιγμές με ζεστά λόγια
Τίποτε δεν υπάρχει αν δεν το αγάπησες και δεν το άφησες λεύτερο
έρχεται μετά πάλι μπροστά σου σαν θάλασσα
έρχεται με την μορφή των θεών στο τζάμι ενός πύργου
Έπιασα να ανατέλλω,
με βρήκες πάνω που είχα σύρει πάνω μου λίγο κόκκινο του ήλιου σαν χαίρεται
μου έσταξες ξανά την αγάπη που ήθελα για να ξανααισθανθώ δυνατή και αφοπλιστικά αληθινή
Κι όταν βρήκα ξανά τον ρυθμό μου στον δρόμο
φόρεσα άλλα μάτια και χαμογέλασα
Σε βρήκα πάλι
και ξέρω πια καλά πως αυτό συμβαίνει σπάνια, γιατί το ορίζω σαν το θαύμα
Βγήκα στον δρόμο κι αντίκρυσα τους άστεγους να κοιμούνται πίσω από κούτες -οδοφράγματα
είδα ξανά αυτήν την γνωστή αθλιότητα της πόλης να μου πιέζει τα σωθικά
Αλλά σε βρήκα πάλι,
μου μετάγγισες δύναμη κι ευγένεια, αυτήν που είχα για λίγο ξεχάσει
είχα βαθιά επιθυμήσει
από την απουσία της είχα λυγίσει σαν δέντρο λαβωμένο ανεπανόρθωτα
Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να νιώσει την ζωή σαν διεγέρτη μέγα
Ένα τσιγάρο δρόμο και μια αγκαλιά
και μάτια να κοιτάζουν τα δικά του καταννοώντας τα πάθη και αυτά που αισθάνεται
Κι όταν πήρα τον δρόμο του ύπνου είχα ξανά ένα χαμόγελο
Μαζί του ξύπνησα κι ένιωσα ξανά απίστευτη την ευγνωμοσύνη
Κι έπιασα να ζωγραφίζω ένα πορτρέτο
το πιό ευγενικό που μου δωρίστηκε ποτέ
αναθεώρησα πικρές στιγμές με ζεστά λόγια
Τίποτε δεν υπάρχει αν δεν το αγάπησες και δεν το άφησες λεύτερο
έρχεται μετά πάλι μπροστά σου σαν θάλασσα
έρχεται με την μορφή των θεών στο τζάμι ενός πύργου
Έπιασα να ανατέλλω,
με βρήκες πάνω που είχα σύρει πάνω μου λίγο κόκκινο του ήλιου σαν χαίρεται
μου έσταξες ξανά την αγάπη που ήθελα για να ξανααισθανθώ δυνατή και αφοπλιστικά αληθινή
Κι όταν βρήκα ξανά τον ρυθμό μου στον δρόμο
φόρεσα άλλα μάτια και χαμογέλασα
Σε βρήκα πάλι
και ξέρω πια καλά πως αυτό συμβαίνει σπάνια, γιατί το ορίζω σαν το θαύμα
Βγήκα στον δρόμο κι αντίκρυσα τους άστεγους να κοιμούνται πίσω από κούτες -οδοφράγματα
είδα ξανά αυτήν την γνωστή αθλιότητα της πόλης να μου πιέζει τα σωθικά
Αλλά σε βρήκα πάλι,
μου μετάγγισες δύναμη κι ευγένεια, αυτήν που είχα για λίγο ξεχάσει
είχα βαθιά επιθυμήσει
από την απουσία της είχα λυγίσει σαν δέντρο λαβωμένο ανεπανόρθωτα
Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να νιώσει την ζωή σαν διεγέρτη μέγα
Ένα τσιγάρο δρόμο και μια αγκαλιά
και μάτια να κοιτάζουν τα δικά του καταννοώντας τα πάθη και αυτά που αισθάνεται
Κι όταν πήρα τον δρόμο του ύπνου είχα ξανά ένα χαμόγελο
Μαζί του ξύπνησα κι ένιωσα ξανά απίστευτη την ευγνωμοσύνη
Κι έπιασα να ζωγραφίζω ένα πορτρέτο
το πιό ευγενικό που μου δωρίστηκε ποτέ
!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή