Περπατούσαν πιασμένοι από το χέρι, την ανηφόρα του Λυκαβηττού. Εκείνη μύριζε την ζεστή του μυρουδιά, έμοιαζε σαν ξύλο βουτηγμένο σε λιβάνι. Κι αυτός με μάτια κάρβουνα, την κοίταζε πότε πότε αφηρημένα σαν παιδί και πότε σαν ενήλικας ερωτευμένος. Τότε η γυναίκα άνοιξε τον θώρακα της με τα νύχια της. Ξεπήδησαν από μέσα του ένα μαύρο κι ένα λευκό χελιδόνι. Εκείνος κυριεύτηκε από πάθος πρωτόγνωρο και όταν έφτασαν σπίτι ζωγράφισε την σκηνή. Αυτό που έφτιαξε ήταν ο πιο ποιητικός του, ανθρώπινος πίνακας. Υπήρχε η αφαιρετικότητα και όλα τα θέλγητρα που υποτάσσουν την θέληση στην καρδιά. Μόλις τον τελείωσε, έσκυψε και φίλησε τα πόδια της. Κι εκείνη χαμογέλασε που ελαφρύτερη ένιωθε, δίχως τα δυο χελιδόνια που άφησε λεύτερα στην ανηφόρα του Λυκαβηττού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου