Περπατούσε κι ο δρόμος άρπαζε χρώματα. Κάτι από κόκκινους λαγόνες, κάτι από ένα χλωμό μεταξένιο λευκό στους γλουτούς. Κάτι από κάρβουνο στα μάτια. (Υπάρχουν άνθρωποι που καθώς περπατούν ξύνουν ολόκληρες ιστορίες στο πάτωμα. Είναι συνήθως πλάσματα που δεν έχουν παραδώσει το πνεύμα τους στην ανία). Περπατούσε και οι οδηγοί δεν χτυπούσαν τα δάχτυλα νευρικά στο τιμόνι. Γιατί μια λεπτή αύρα τους φυσούσε στο πρόσωπο μπαίνοντας ξαφνικά από το παράθυρο.(Υπάρχουν άνθρωποι που σηκώνουν στα χέρια τους την ευαισθησία που έχει ένα χαρτί που σκίζεται στα δυο μαζί με το πρωινό ξύπνημα ενός λουλουδιού που ευωδιάζει άγρια)...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου